Μια θεραπεία για τη φαλάκρα ίσως να βρίσκεται προ των πυλών, αφού οι επιστήμονες βρήκαν έναν τρόπο να ενεργοποιήσουν τους θυλάκους στο τριχωτό της κεφαλής που έχουν πέσει σε αδράνεια.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας που διενεργήθηκε σε ποντίκια, η αύξηση της παραγωγής γαλακτικού οξέος μπορεί να επιταχύνει την ανάπτυξη των βλαστοκυττάρων στα αδρανή θυλάκια των τριχών, κάνοντας τα μαλλιά να αναπτυχθούν ξανά.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι η ανακάλυψή τους μπορεί να οδηγήσει στην παρασκευή νέων φαρμάκων, που θα βοηθήσουν ανθρώπους που πάσχουν από αλωπεκία και τριχόπτωση.
Το γεγονός ότι τα μαλλιά μας αραιώνουν πολύ ή πέφτουν έχει να κάνει με τη γήρανση, την κληρονομικότητα, μια ανισορροπία στο ορμονικό μας σύστημα, αλλά μπορεί να είναι και αποτέλεσμα κάποιας ασθένειας ή άγχους.
Σε όλες τις περιπτώσεις, το σύμπτωμα μπορεί να είναι προσωρινό ή μόνιμο.
«Πριν από την έρευνα κανένας δεν μπορούσε να πει με σιγουριά αν το γαλακτικό οξύ έχει επίδραση στα βλαστοκύτταρα των τριχοθυλακίων», δήλωσε ο William Lowry, καθηγητής Μοριακής Κυτταρικής και Ανπτυξιακής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας του Λος Αντζελες (UCLA).
«Στα ποντίκια η επίδραση ήταν εμφανής και μας οδήγησε στο να αναζητήσουμε φάρμακα που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στο ανθρώπινο δέρμα με τα ίδια αποτελέσματα», σημειώνει ο καθηγητής.
Όπως αναφέρει η εφημερίδα «Δημοκρατία» οι ερευνητές διαπίστωσαν κάτι ακόμη που αγνοούσαν, ότι η μεταβολική διαδικασία που συμβαίνει στα βλαστοκύτταρα των τριχοθυλακίων είναι διαφορετική από αυτή που λαμβάνει χώρα σε άλλα κύτταρα του δέρματος.
Αυτά τα κύτταρα μετατρέπουν τη γλυκόζη σε ένα μόριο που ονομάζεται πυροσταφυλικό και μπορεί να λειτουργήσει με δύο τρόπους: Είτε να μεταφερθεί στα μιτοχόνδρια και να χρησιμοποιηθεί ως ενέργεια είτε να μετατραπεί σε γαλακτικό οξύ, που θα ενεργοποιήσει ξανά τους αδρανείς θυλάκους.
«Νομίζω ότι μόλις αρχίσαμε να κατανοούμε τον κρίσιμο ρόλο που παίζει ο μεταβολισμός στην ανάπτυξη των τριχών και στη λειτουργία των βλαστοκυττάρων», δήλωσε ο Aimee Flores, ασκούμενος στο εργαστήριο του καθηγητή Lowry και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.