Οι άνθρωποι που βιώνουν αγχωτικές καταστάσεις είναι πιο πιθανό να έχουν χειρότερη βιολογική υγεία.
Αυτό δείχνουν βιοδείκτες που εμπλέκονται στην αλληλεπίδραση μεταξύ του ανοσοποιητικού, του νευρικού και του ενδοκρινικού μας συστήματος, σύμφωνα με νέα μελέτη ερευνητών του UCL.
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Brain, Behavior and Immunity, διαπίστωσε ότι δεν είναι μόνο οι σημαντικές αγχωτικές εμπειρίες, όπως το πένθος, αλλά και χρόνιες προκλήσεις, όπως η οικονομική πίεση, που είναι επιζήμιες για την υγιή αλληλεπίδραση των συστημάτων αυτών.
Η επικοινωνία μεταξύ του ανοσοποιητικού, του νευρικού και του ενδοκρινικού μας συστήματος είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της καλής υγείας. Οποιαδήποτε διαταραχή των διαδικασιών αυτών συνδέεται με ένα ευρύ φάσμα ψυχικών και σωματικών ασθενειών, από καρδιαγγειακές παθήσεις έως κατάθλιψη και σχιζοφρένεια.
Όταν εμφανίζεται μια απειλή όπως το στρες, ενεργοποιούνται σήματα μεταξύ του ανοσοποιητικού, του νευρικού και του ενδοκρινικού συστήματος, υποκινώντας οργανικές και συμπεριφορικές αλλαγές.
Σε αυτή τη νέα μελέτη, οι ερευνητές ανέλυσαν τις συγκεντρώσεις στο αίμα τεσσάρων βιοδεικτών σε 4.934 άτομα ηλικίας 50 ετών και άνω που συμμετείχαν σε μια διαχρονική μελέτη για τη γήρανση που πραγματοποιείται στην Αγγλία.
Δύο από αυτές ήταν πρωτεΐνες που εμπλέκονται στην έμφυτη ανοσοαπόκριση στη φλεγμονή (C-αντιδρώσα πρωτεΐνη και ινωδογόνο) και δύο ήταν ορμόνες που εμπλέκονται στη φυσιολογία της απόκρισης στο στρες (κορτιζόλη και IGF-1).
Η ομάδα χρησιμοποίησε μια εξελιγμένη στατιστική τεχνική, λανθάνουσα ανάλυση προφίλ, για να αναγνωρίσει ομάδες δραστηριότητας βιοδεικτών.
Τρεις ομάδες εντοπίστηκαν και επισημάνθηκαν ως χαμηλού κινδύνου για την υγεία, μέτριου κινδύνου και υψηλού κινδύνου. Στη συνέχεια, οι ερευνητές εξέτασαν πώς η έκθεση σε στρεσογόνες συνθήκες κατά το παρελθόν μπορεί να επηρεάσει την πιθανότητα των ανθρώπων να ανήκουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου.
Διαπίστωσαν ότι η έκθεση σε αγχωτικές συνθήκες συνολικά, από το να είναι κάποιος άτυπος φροντιστής ανθρώπου με πρόβλημα μέχρι να βιώσει ένα πένθος ή διαζύγιο τα τελευταία δύο χρόνια, συνδέθηκε με 61% αύξηση της πιθανότητας να ανήκει στην ομάδα υψηλού κινδύνου τέσσερα χρόνια αργότερα.
Το αποτέλεσμα ήταν επίσης σωρευτικό, καθώς η πιθανότητα να ανήκει κανείς στην ομάδα υψηλού κινδύνου αυξανόταν κατά 19% για κάθε στρεσογόνο παράγοντα που βιώθηκε, για εκείνους που βίωσαν περισσότερες από μία στρεσογόνες καταστάσεις.
Οι άνθρωποι που ανέφεραν μόνο οικονομική πίεση -την αντίληψη ότι μπορεί να μην έχουν αρκετούς οικονομικούς πόρους για να καλύψουν τις μελλοντικές τους ανάγκες- είχαν 59% περισσότερες πιθανότητες, τέσσερα χρόνια αργότερα, να ανήκουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου.
Η επικεφαλής συντάκτρια, υποψήφια διδάκτορας Odessa S. Hamilton (UCL Institute of Epidemiology & Health Care), δήλωσε: «Όταν το ανοσοποιητικό και το νευροενδοκρινικό σύστημα λειτουργούν καλά μαζί, διατηρούνται η ομοιόσταση και η υγεία. Αλλά το χρόνιο στρες μπορεί να διαταράξει αυτή τη βιολογική ανταλλαγή και να οδηγήσει στην ασθένεια».
Πιο επιζήμιο το οικονομικό στρες
«Διαπιστώσαμε ότι το οικονομικό στρες ήταν πιο επιζήμιο για τη βιολογική υγεία, αν και χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να το αποδείξουμε με βεβαιότητα. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι η συγκεκριμένη μορφή άγχους μπορεί να εισβάλει σε πολλές πτυχές της ζωής μας, οδηγώντας σε οικογενειακές συγκρούσεις, κοινωνικό αποκλεισμό, ακόμα και πείνα ή έλλειψη στέγης», εξηγεί.
Το άγχος για παρατεταμένη χρονική περίοδο μπορεί να διαταράξει την επικοινωνία μεταξύ του ανοσοποιητικού και του νευροενδοκρινικού συστήματος.
Αυτό συμβαίνει επειδή η απόκρισή μας στο στρες είναι παρόμοια με την απόκρισή μας στην ασθένεια, ενεργοποιώντας μερικές από τις ίδιες οδούς (για παράδειγμα, και οι δύο αποκρίσεις πυροδοτούν την παραγωγή σημάτων του ανοσοποιητικού συστήματος που ονομάζονται προφλεγμονώδεις κυτοκίνες).
Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης γενετικές παραλλαγές που είχαν προηγουμένως βρεθεί ότι επηρεάζουν την ανοσο-νευροενδοκρινική μας απόκριση και διαπίστωσαν ότι η συσχέτιση μεταξύ των αγχωτικών συνθηκών της ζωής και του ανήκειν στην ομάδα υψηλού κινδύνου τέσσερα χρόνια αργότερα παρέμεινε αληθινή, ανεξάρτητα από τη γενετική προδιάθεση.
Η έρευνα υποστηρίχθηκε από το βρετανικό Εθνικό Ινστιτούτο για τη Γήρανση, το Εθνικό Ινστιτούτο Έρευνας Υγείας και Φροντίδας του Ηνωμένου Βασιλείου (NIHR), το Συμβούλιο Οικονομικής και Κοινωνικής Έρευνας (ESRC), το Συμβούλιο Έρευνας Βιοτεχνολογίας και Βιολογικών Επιστημών (BBSRC) και το UCL.