Η "Κερένια Κούκλα" του Κωνσταντίνου Χρηστοµάνου πρωτοδηµοσιεύτηκε το 1908 στην εφηµερίδα Νέον Άστυ, σε συνέχειες και εκδόθηκε το 1911, µετά το θάνατο του συγγραφέα.
Χαρακτηρίστηκε από τον ίδιο "αθηναϊκό µυθιστόρηµα" και από τους κριτικούς "ποιητική πεζογραφία" ή ρεαλιστικό μυθιστόρημα, στο οποίο «δίνεται η ζωή φτωχών βιοπαλαιστών».
Όπως είναι γνωστό ο συγγραφέας θεωρείται από τους κυριότερους εκπροσώπους του αισθητισµού στην Ελλάδα. Αυτός ο "εστέτ και ωραιολόγος" στην Εισαγωγή της Κερένιας κούκλας αναγγέλλει τις αρχές πάνω στις οποίες χτίζει το έργο του: "Εσείς που θα διαβάσετε αυτή την ιστορία θα σκεφθείτε ίσως πως µε περισσότερην υποταγή κ’ ευγνωµοσύνη πρέπει να ζήσοµε τη θλίψη της ζωής που µας έδωσε η Μοίρα. Αχ," Ο Κωνσταντίνος Χρηστοµάνος χρησιµοποιεί τον τόπο, το χρόνο και κάποιους διαλόγους, ως ρεαλιστική επίφαση διάκρισης του υποκειµενικού από το αντικειµενικό- τα κύρια πρόσωπα όµως κινούνται µέσα και έξω από την πραγµατικότητα, "φάσµατα ονείρου και υποβολής".
Η ρευστότητα χαρακτηρίζει το πλαίσιο µέσα στο οποίο διαγράφεται η ζωή αλλά και ο ψυχισµός των γυναικείων προσώπων, της Βιργινίας και της Λιόλιας οι οποίες ενώ στην αρχή φαίνεται να έχουν διακριτή ταυτότητα, βαθµιαία συγχωνεύονται.
Παράλληλα και ο τίτλος του έργου παραπέµπει στο διπλό, δηλώνοντας ταυτόχρονα το υποκείµενο και το αντικείµενο. Ο Νίκος και Βιργινία Ρώτα, ένα νιόπαντρο ζευγάρι, ζουν στου Φιλοπάππου µέσα σε µια ατµόσφαιρα ιδιαίτερα πνιγηρή.
Η Βεργινία αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο του έργου και η δική της µοίρα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη µοίρα όσων σχετίζονται µαζί της. Η εικοσιπεντάχρονη γυναίκα φαίνεται να υποφέρει από µια µυστική αρρώστια που µέρα µε τη µέρα την εξουθενώνει.
Ο αφηγητής δείχνει τη συµπάθεια και τον οίκτο του για τη νεαρή γυναίκα.