Ο πατέρας του Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς ήταν γιατρός. Οι σκληρές συνθήκες τον έκαναν άνθρωπο σκληρό, φίλερι, νευρικό και φορτικό. Οι εκρήξεις θυμού του ήταν τρομερές, διακρινόταν για την τσιγκουνιά του, ενώ υπέφερε από κάποιας μορφής αλκοολισμό.
Η μητέρα του, Μαρία Φιοντόροβνα Νετσάγιεβα, ήταν το εντελώς αντίθετο. «Η σύζυγος του γιατρού αγαπούσε την ποίηση, εκτιμούσε τον Ζουκόφσκι και τον Πούσκιν, διάβαζε μυθιστορήματα, ξεχώριζε για τις μουσικές της γνώσεις, τραγουδούσε ρομαντικά τραγούδια και έπαιζε κιθάρα στις κοινωνικές της συναναστροφές», σημειώνει ο Γκρόσμαν. Σε όλη της τη ζωή δέχτηκε την αφόρητη ζήλεια του συζύγου της. Ο Φιοντόρ ήταν το δεύτερο αγόρι του ζεύγους και γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου του 1821. Εμαθε ανάγνωση από τη μητέρα του, διαβάζοντας μια συλλογή από ιστορίες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
Απ' όλους τους μύθους, περισσότερο τον γοήτευε το «Βιβλίο του Ιώβ». Οταν έγινε 10 χρόνων ήρθε σ' επαφή με τη ρώσικη ύπαιθρο, τις συνήθειες, τα ήθη και τις παραδόσεις της. Τότε ήταν που η οικογένεια απέκτησε ένα αγρόκτημα στην επαρχία της Τούλας. Μισόν αιώνα αργότερα, στο τελευταίο του μυθιστόρημα θυμάται τον ερειπιώνα των γονιών του, τον οποίο τοποθετεί στην ιδιοκτησία του ακόλαστου και σκληρού Φιοντόρ Καραμάζοφ.
Και δεν ήταν το μόνο απ' όσα τον εντυπωσίασαν, τον συγκλόνισαν ή τον συγκίνησαν που έγιναν ήρωες, χώροι δράσης ή το φόντο στις ιστορίες του, στον κόσμο που έπλασε μέσα στα βιβλία του. Ενα άλογο που δέχεται άδικα και βίαια χτυπήματα από τον αγωγιάτη, ο κόσμος των έγκλειστων στο κάτεργο όπου κι αυτός εξορίστηκε, οι νύχτες που πέρασε τζογάροντας στα καζίνα της Γερμανίας, το αγρόκτημα των παιδικών χρόνων, ένας ονειροπόλος συγγραφέας όλα γίνονται μέρος των βιβλίων του: «Εγκλημα και τιμωρία», «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων», «Ο παίκτης», «Λευκές νύχτες»... Πολλοί από τους ήρωές του ήταν κομμάτια του εαυτού του.
Η μητέρα του και η γραφή Ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς είχε μια πολύ τρυφερή σχέση με τη μητέρα του, που πέθανε νωρίς από φυματίωση, κουβαλώντας τις διαρκείς υποψίες του συζύγου της ότι διαρκώς τον απατά. «Στο πρόσωπο εκείνης, η ζωή η ίδια έθεσε μπροστά στον μελλοντικό μεγάλο ανατόμο των ηθών το ζήτημα του αθώου θύματος, του άδικου βασανιστηρίου, της αργής ψυχικής εξάντλησης μιας αγνής και άδολης ψυχής. Θεμέλιο της δημιουργικής σκέψης του Ντοστογιέφσκι έγινε η ηθική, ενώ η μορφή της μητέρας του εξυψώθηκε ως ενσάρκωση του ηθικού κάλλους και του ηθικού αγαθού», σημειώνει ο βιογράφος του.
Η Μαρία Φιοντόροβνα πέθανε την ίδια ημέρα με τον Πούσκιν, το 1837. Ο Φιοντόρ ανακοίνωσε στον αδελφό του Μιχαήλ ότι εάν δεν είχαν το οικογενειακό τους πένθος, θα φορούσε μαύρα ρούχα για να πενθήσει τον Πούσκιν. Παρ' όλα αυτά, δεν έζησε μόνο την ασκητική ζωή ενός εμπνευσμένου και ευαίσθητου δημιουργού. «Ανεξάρτητα από τις απώλειες, αγαπώ τη ζωή πολύ, αγαπώ τη ζωή για τη ζωή και, παράξενο, εξακολουθώ να συνεχίζω να αρχίζω να ζω. Σύντομα θα γίνω πενήντα ετών, και παρ' όλα αυτά δεν μπορώ με τίποτα να συνειδητοποιήσω: τελειώνει άραγε η ζωή μου ή, μήπως, απλώς τώρα αρχίζει; Να ποιο είναι το βασικό χαρακτηριστικό του χαρακτήρα μου, μπορεί ίσως, και της δραστηριότητάς μου».
Πέρασε πολλά στη ζωή του, ερωτεύτηκε πολλές γυναίκες, έζησε έντονα και πέθανε ανάμεσα στην οικογένειά του στις 28 Ιανουαρίου του 1881. «Το βασικό είναι το παιχνίδι» Το τυχερό παιχνίδι τον τραβάει σαν ένας επικίνδυνος και θανατηφόρος πειρασμός: «Το βασικό είναι το παιχνίδι. Μόνο να ξέρατε πώς σε τραβάει! Οχι, σας ορκίζομαι ότι αυτό δεν είναι απλώς μια ιδιοτέλεια, αν και πριν απ' όλα χρειαζόμουν χρήματα για τα χρήματα». Στις 8 Σεπτεμβρίου 1863, γράφει στον αδελφό του:
«Φίλε μου Μίσα, είμαι στο Βισμπάντεν, έφτιαξα ένα σύστημα παιχνιδιού, το εφάρμοσα στην πράξη και αμέσως κέρδισα 10.000 και αμέσως έχασα. Το απόγευμα επέστρεψα πάλι στο σύστημα και πάλι, με κάθε αυστηρότητα, δίχως κόπο, κέρδισα σε μικρό χρονικό διάστημα 3.000 φράγκα. Πες μου: έπειτα από αυτό πώς θα μπορούσα να μην πέσω με τα μούτρα, πώς θα μπορούσα να μην πιστέψω ότι ακολουθώντας αυστηρά το σύστημά μου έχω την ευτυχία μου στα χέρια μου; Χρειάζομαι χρήματα. Εδώ στ' αστεία μόνο χάνονται δεκάδες χιλιάδες. Ναι, έφυγα με σκοπό να μας σώσω όλους, αλλά και τον εαυτό μου από τη συμφορά».(...)
Γράφει ο Γκρόσμαν: «Το βασικό αστείο είναι ότι όλοι οι χυμοί της ζωής του, οι δυνάμεις, η ενεργητικότητα, η τόλμη του κατευθύνονται στη ρουλέτα. Είναι παίκτης και μάλιστα όχι απλός - είναι σαν τον τσιγκούνη πρίγκιπα του Πούσκιν, δεν είναι απλώς ένας άλλος τσιγκούνης... Είναι κατά κάποιον τρόπο ποιητής, η ουσία όμως της υπόθεσης είναι ότι ο ίδιος ντρέπεται γι' αυτήν του την ποιητικότητα, γιατί την αντιμετωπίζει ως κάτι το ευτελές, αν και η ανάγκη για τη διακινδύνευση τον εξευγενίζει στα ίδια του τα μάτια. Ολο το διήγημα είναι μια αφήγηση γι' αυτόν, έτσι όπως για τρία συνεχή χρόνια παίζει στις ρουλέτες του εξωτερικού», έγραφε. Αυτό είναι το πρώτο σχέδιο του μελλοντικού «Παίκτη».