Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024 -

Κίνδυνος «αφυδάτωσης» για Μελβούρνη και Σίδνεϊ



Η κλιματική αλλαγή απειλεί άμεσα τον υδροφόρο ορίζοντα της Μελβούρνης και του Σίδνεϊ, καθώς οι υψηλότερες θερμοκρασίες μειώνουν τις εισροές, ενώ αυξάνουν ταυτόχρονα τη ζήτηση, σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Environmental Research Letters. Η έρευνα διαπιστώνει ότι αν η θερμοκρασία του πλανήτη αυξηθεί κατά 2 βαθμούς πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα –δηλαδή μόλις 0,5 βαθμούς πάνω από το στόχο που καθορίστηκε από τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα– ο κίνδυνος «αφυδάτωσης» της Μελβούρνης είναι πολύ μεγάλος.

Την ίδια στιγμή, μία άλλη ξεχωριστή έρευνα του Πανεπιστημίου Νέας Νότιας Ουαλίας που εξέτασε την επίδραση μεταξύ μελλοντικών βροχοπτώσεων και υψηλών θερμοκρασιών σε περίπου 222 υδρολογικές λεκάνες σε όλη την Αυστραλία –μερικές από τις οποίες «ποτίζουν» το Σίδνεϊ– κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο υδροφόρος ορίζοντας της μεγαλύτερης πόλης της Αυστραλίας είναι ιδιαίτερα ευάλωτος. «Μας προκαλεί τρόμο» δήλωσε ο Ashish Sharma, καθηγητής της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικής Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Νέας Νότιας Ουαλίας. «Οι επιπτώσεις στην ασφάλεια του νερού για την περιοχή αυτή είναι καταστροφικές» ανέφερε.

Οι υψηλότερες θερμοκρασίες αυξάνουν τους ρυθμούς εξάτμισης του νερού, αποξηραίνοντας τις υδρολογικές λεκάνες και μειώνοντας παράλληλα την πιθανότητα εμφάνισης μετρίου μεγέθους πλημμυρών που συνήθως παρέχουν τον μεγάλο όγκο εισροών στους υδροταμιευτήρες κάθε χρόνο, δήλωσε ο καθηγητής Sharma. «Είναι δίκοπο μαχαίρι» είπε ο ίδιος. Σε διεθνές επίπεδο, οι μετριοπαθείς πλημμύρες αναμένεται να μειωθούν με ρυθμό περίπου 13% για κάθε βαθμό αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη, δήλωσε ο καθηγητής Sharma, σημειώνοντας ότι από τις τρέχουσες τιμές εκπομπών άνθρακα, υπολογίζεται ότι το 2100 η θερμοκρασία του πλανήτη θα αυξηθεί κατά 3,5 βαθμούς. Στο μεταξύ τα αποθέματα των φραγμάτων που «ποτίζουν» τόσο το Σίδνεϊ όσο και τη Μελβούρνη βρίσκονται λίγο πιο πάνω από το 50%.

Ο κώδωνας του κινδύνου κρούει ιδιαίτερα για τη Μελβούρνη, καθώς το νερό στα φράγματά της μειώνεται με πιο γοργό ρυθμό απ’ ότι μειωνόταν κατά τη διάρκεια της μεγάλη ξηρασίας στις αρχές του 2000.

Δεν είναι όμως μόνο οι προβλέψεις των επιστημόνων αλλά και αυτό που συμβαίνει τώρα σε Σίδνεϊ και Μελβούρνη και αποτελεί ειδοποιό των όσων θα ακολουθήσουν αν η θερμοκρασία του πλανήτη αυξηθεί ακόμα περισσότερο. Ήδη οι μονάδες αφαλάτωσης και στις δύο πόλεις έχουν αρχίσει να παράγουν όλο και περισσότερο νερό για να καλυφθούν οι ανάγκες των δύο πόλεων. Η κυβέρνηση της Βικτώριας τον Απρίλιο παρήγγειλε στο εργοστάσιό της στο Wonthaggi να παραδώσει 125 δισεκατομμύρια λίτρα για το οικονομικό έτος 2019-20, ενώ το εργοστάσιο Kurnell του Σίδνεϊ παράγει ετησίως σχεδόν 91 δισεκατομμύρια λίτρα, ποσότητα που φτάνει την συνολική του δυνατότητα παραγωγής.

Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι τόσο στην Βικτώρια όσο και στη Νέα Νότια Ουαλία, οι θερμοκρασίες που σημειώθηκαν κατά το πρώτο επτάμηνο του 2019 ήταν από τις υψηλότερες που έχουν γνωρίσει και οι δύο πολιτείες. Για τη Βικτώρια η μέση θερμοκρασία κατά την περίοδο αυτή ήταν η υψηλότερη όλων των εποχών ενώ για την Νέα Νότια Ουαλία η δεύτερη υψηλότερη από τότε που άρχισε η συλλογή αυτών των στοιχείων. Ο Benjamin Henley από το Πανεπιστήμιο Μελβούρνης που μελετά τις επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος στους υδάτινους πόρους και ο κύριος συγγραφέας της έρευνας, δήλωσε ότι «οι νότιες πολιτείες της Αυστραλίας "στεγνώνουν" σταδιακά της κλιματικής αλλαγής και αυτό έχει ήδη αρχίσει να γίνεται». Παρόλα αυτά, η δουλειά της ομάδας του έδειξε ότι τουλάχιστον για τη Μελβούρνη υπήρχε μια «σαφής διαφορά» στις επιπτώσεις για την ασφάλεια του νερού αν η αύξηση της θερμοκρασίας διατηρηθεί στους 1,5 βαθμούς, αλλά τα πράγματα θα δυσκολέψουν πολύ περισσότερο αν η θερμοκρασία του πλανήτη αυξηθεί κατά 2 βαθμούς.

Αναδημοσίευση: neoscosmos.com