Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024 -

Τι σημαίνουν πρακτικά οι αποφάσεις για το χρέος - Ερωτήσεις και απαντήσεις



Οι αποφάσεις του Eurogroup για το χρέος κατά κανόνα περιβάλλονται με δυσνόητους τεχνικούς όρους και περίπλοκες έννοιες, με αποτέλεσμα ο μέσος πολίτης να μην μπορεί να κατανοήσει το περιεχόμενό τους.

Απαντήσεις, με απλή γλώσα, σε 12 βασικά ερωτήματα.

Τι σημαίνει στην πράξη η συμφωνία για το ελληνικό δημόσιο χρέος;

Οι πληρωμές για δάνεια συνολικού ύψους περίπου 100 δισ. ευρώ που έλαβε η Ελλάδα από την ευρωζώνη το 2012 όταν έγινε το κούρεμα του χρέους θα αρχίσουν να γίνονται 10 χρόνια αργότερα. Τα δάνεια αυτά αντιπροσωπεύουν ένα μέρος του συνολικού χρέους της χώρας (το οποίο ανέρχεται σε 340 δισ. ευρώ, συνολικά) είχαν ήδη 10 χρόνια περίοδο χάριτος και οι πληρωμές θα άρχιζαν το 2023, ενώ τώρα με τη νέα συμφωνία θα αρχίσουν το 2033.

Επίσης, θα επιστραφούν στην Ελλάδα κέρδη ύψους 4,8 δισ. ευρώ που είχαν οι κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από παλιά ελληνικά ομόλογα που κατείχαν, τα οποία δεν “κουρεύτηκαν” το 2012 και πληρώνονται κανονικά στο ακέραιο. Τα κέρδη αυτά θα δοθούν σε δόσεις, εφόσον η Ελλάδα τηρεί τις δεσμεύσεις της απέναντι στους δανειστές.

Ποιο είναι το όφελος για την Ελλάδα;

Με τη μετάθεση πληρωμών, η Ελλάδα μέχρι το 2033 θα έχει να πληρώνει ένα σχετικά χαμηλό ποσό κάθε χρόνο, το οποίο θεωρείται διαχειρίσιμο.

Με λίγα λόγια, η μετάθεση των πληρωμών ανοίγει ένα «διάδρομο ασφαλείας» για την επόμενη 15ετία, μέσα στην οποία ο κίνδυνος νέας πτώχευσης της Ελλάδας εξαλείφεται, αφού η χώρα δεν θα χρειάζεται να κάνει μεγάλες πληρωμές για το χρέος. Θα πρέπει να πληρώνει μόνο τα δάνεια που έχει λάβει από το ΔΝΤ (τα οποία εξοφλούνται το 2024) και κάποιες άλλες υποχρεώσεις όπως ομόλογα που λήγουν.

Ο στόχος λοιπόν είναι να μπορεί η Ελλάδα να δανείζεται εκδίδοντας νέα ομόλογα, αφού οι επενδυτές θα ξέρουν ότι εάν αγοράσουν αυτά τα νέα ελληνικά ομόλογα, όταν έρθει η ώρα να πάρουν πίσω τα χρήματά τους η χώρα θα μπορεί να τους αποπληρώσει, αφού δεν θα έχει άλλες μεγάλες υποχρεώσεις και επομένως θα αγοράζουν αυτά τα ομόλογα με «λογικά» επιτόκια.

Πού θα κριθεί, επομένως, το ζήτημα;

Όλα θα κριθούν από το εάν η Ελλάδα θα καταφέρει να περάσει σε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, έτσι ώστε η οικονομία να μεγαλώνει και έτσι το χρέος να μείωνεται σε σχετικούς όρους, δηλαδή να αντιστοιχεί σε μικρότερο ποσοστό σε σχέση με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ).

Μπορεί η ελληνική οικονομία να περάσει σε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης;

Υπάρχουν δύο μεγάλα ζητήματα. Το πρώτο έχει να κάνει με το εάν η Ελλάδα μπορεί να δημιουργήσει ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, το οποίο θα δημιουργεί απασχόληση και εισοδήματα. Διότι το πρόβλημα της χώρας δεν είναι ότι είχε ένα αποτελεσματικό οικονομικό μοντέλο το οποίο ξαφνικά διαταράχτηκε λόγω της κρίσης. Η λετουργία της ελληνικής οικονομία ήταν προβληματική και πριν την κρίση.

Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα είναι ότι οι συμφωνίες με τους δανειστές βασίζονται στο ότι η Ελλάδα θα παράγει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, δηλαδή «περίσσευμα» στον προϋπολογισμό, της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ για τα επόμενα πέντε χρόνια και 2,2% του ΑΕΠ για τα επόμενα 40 χρόνια.

Πρόκειται για τεράστια ποσά, αφού το 3,5% του ΑΕΠ αντιστοιχεί περίπου σε 6,5 δισ. ευρώ με τα σημερινά δεδομένα, όσο περίπου είναι και το ετήσιο πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων της χώρας.

Αυτά τα υψηλά πλεονάσματα στερούν πόρους από την οικονομία και λειτουργούν αντιαναπτυξιακά. Πολλοί ανεξάρτητοι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι τα πλεονάσματα αυτά δεν μπορούν να υλοποιηθούν σε βάθος χρόνου.

Λένε, δηλαδή, ότι ζητείται από την Ελλάδα για άλλη μια φορά να κάνει το αδύνατο.

Τι σημαίνει η έκφραση «η Ελλάδα επιστρέφει στις αγορές»;

Σημαίνει ακριβώς ότι η αρχίζει πάλι να δανείζεται εκδίδοντας νέα ομόλογα, τα οποία αγοράζουν ιδιώτες επενδυτές (τράπεζες, ασφαλιστικές και επενδυτικές εταιρείες, συνταξιοδοτικά ταμεία, ιδιώτες επενδυτές κ. ά).

Τι θα συμβεί εάν η Ελλάδα δεν καταφέρει να εκδώσει ομόλογα με λογικό επιτόκιο;

Οι αποφάσεις του Eurogroup προβλέπουν ότι θα υπάρχει ένα χρηματικό απόθεσμα 24 δισ. ευρώ το οποίο θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να πληρωθούν οι υποχρεώσεις προς δανειστές, χωρίς να χρειάζεται έκδοση νέων ομολόγων.

Τι σημαίνει η έκφραση «το χρέος είναι βιώσιμο» ή «μη βιώσιμο»;

Ότι μπορεί να εξυπηρετείται ή όχι. Στην πραγματικότητα, εάν μια χώρα μπορεί να ανακυκλώνει το χρέος της με λογικά επιτόκια, αφού στην ουσία το χρέος ποτέ δεν εξοφλείται, απλώς ανανεώνεται. Εάν η Ελλάδα μπορεί να δανείζεται με λογικά επιτόκια και να αποπληρώνει τις παλαιές οφειλές της τότε λέμε ότι το χρέος είναι βιώσιμο.

Με τις αποφάσεις αυτές λύνεται το πρόβλημα του χρέους;

Το πρόβλημα του χρέους δεν λύνεται, αφού παραμένει πολύ μεγάλο σε σχέση με το οικονομικό μέγεθος της χώρας, δηλαδή σε σχέση με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) που είναι η αξία του συνόλου των προϊόντων και υπηρεσιών που παράγει μια χώρα σε ένα χρόνο. Το ελληνικό χρέος αντιστοιχεί σε περισσότερο από 170% του ΑΕΠ και ο δείκτης αυτός είναι ο υψηλότερος στην Ευρωζώνη.

Όμως οι δαπάνες που θα πρέπει να πληρώνει η Ελλάδα για το χρέος κάθε χρόνο είναι χαμηλές, από τις χαμηλότερες στην Ευρωζώνη, πάντα σε σχέση με το ΑΕΠ.

Στην ουσία, με τις τελευταίες αποφάσεις το πρόβλημα δεν λύνεται αλλά μετατίθεται σε βάθος χρόνου.

Αυτό σημαίνει ότι το χρέος γίνεται βιώσιμο;

Εάν μετρήσουμε τη βιωσιμότητα με βάση τις ετήσιες δαπάνες για το χρέος, τότε το ελληνικό χρέος γίνεται βιώσιμο μόνο για ένα μεταβατικό χρονικό διάστημα, δηλαδή μέχρι να αρχίσει να πληρώνει τα δάνεια που μετατέθηκαν. Από εκεί και πέρα το θέμα είναι πάλι ανοιχτό και γιαυτό το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) λέει ότι μακροπρόθεσμα το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο.

Σύμφωνα με τις τελευταίες αποφάσεις του Eurogroup οι χώρες της Ευρωζώνης θα είναι έτοιμες και πάλι να παρέμβουν.

Επίσης, υπάρχει και η πιθανότητα κάποια στιγμή να γίνουν ευρύτερες, συνολικές παρεμβάσεις στην Ευρωζώνη για το δημόσιο χρέος, καθώς υπάρχουν και άλλες χώρες που έχουν πρόβλημα όπως η Ιταλία και η Πορτογαλία.

Γιατί η Ευρωζώνη πήρε την απόφαση να προχωρήσει σε αυτές τις αποφάσεις (μετάθεση πληρωμών, επιστροφή κερδών, χρηματικό απόθεμα;).

Η Ευρωζώνη είχε δεσμευτεί με απόφαση του Eurogroup από το 2012 ότι θα λάμβανε όλα τα απαραίτητα μέτρα για να καταστήσει το ελληνικό χρέος «βιώσιμο», υπό την προϋπόθεση ότι η χώρα μας θα έφτανε να παράγει πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό (δηλαδή τα έξοδα του Κράτους να είναι μικρότερα από τα έσοδα και να υπάρχει περίσσευμα, προτού υπολογιστούν οι πληρωμές για τόκους του χρέους).

Οι αποφάσεις, όμως, διαρκώς αναβάλλονταν ενώ και η εμβέλειά τους μειώνεται. Ενώ δηλαδή αρχικά το κριτήριο της «βιωσιμότητας» ήταν να πέσει το χρέος κάτω από το 110% του ΑΕΠ, στην πορεία το κριτήριο άλλαξε. Έτσι τώρα λένε ότι το χρέος είναι βιώσιμο εφόσον οι ετήσιες δαπάνες δεν ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ (ή το 20% μακροπρόθεσμα) ακόμα κι αν το συνολικό ποσό του χρέους παραμένει υψηλό.

Δηλαδή το πρόβλημα του χρέους θα ανακυκλώνεται διαρκώς;

Με βάση κάποιες εκτιμήσεις, οι πληρωμές του χρέους θα συνεχίσουν να γίνονται για περίπου 100 χρόνια.

Ορισμένοι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι βιώσιμη λύση υπάρχει μόνο εάν γίνει διαγραφή ενός μέρους του χρέους.

Μπορεί να γίνει διαγραφή του ελληνικού χρέους;

Πριν το 2012, το ελληνικό χρέος ήταν στα χέρια ιδιωτών, δηλαδή εταιρειών (τραπεζών, ασφαλιστικών και επενδυτικών εταιρειών κ.ά)  και φυσικών προσώπων που κατείχαν ελληνικά ομόλογα.

Τα ελληνικά ομόλογα ήταν σε ελληνικό δίκαιο, δηλαδή διέπονταν από την ελληνική νομοθεσία, επομένως μπορούσε η αξία τους να κουρευτεί με μονομερή απόφαση της Ελλάδας, με ένα νόμο.

Την περίοδο εκείνη όμως αποφασίστηκε να μην γίνει αναδιάρθρωση (κούρεμα) του ελληνικού χρέους.

Μετά το PSI, όμως, δηλαδή το κούρεμα του 2012, το μεγαλύτερο μέρος του χρέους (περίπου το 88%) πέρασε από τους ιδιώτες στους λεγόμενους επίσημους φορείς, ήτοι στις χώρες της ευρωζώνης, το ΔΝΤ, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, που δάνεισαν την Ελλάδα. Επιπλέον, τα λίγα ομόλογα που διακρατούνται από ιδιώτες διέπονται από το αγγλικο δίκαιο και η αξία τους δεν μπορεί να αλλάξει με ελληνικό νόμο.

Επομένως ο μόνος τρόπος για να γίνει διαγραφή χρέους είναι να συναινέσουν οι δανειστές, κάτι που οι ίδιοι αποκλείουν κατηγορηματικά, αλλά και η ίδια η Ελλάδα έχει δηλώσει ότι δεν θα επιδιώξει. Στη θεωρητική περίπτωση που η Ελλάδα θα διέγραφε μονομερώς ένα μέρος των δανείων αυτό θα σήμαινε σύγκρουση με το σύνολο σχεδόν των ανεπτυγμένων χωρών.