Καταλυτικές αλλαγές στον τρόπο πληρωμών επήλθαν κατά το δωδεκάμηνο που ολοκληρώνεται σε λίγες ημέρες, από την επιβολή των capitalcontrols στις 26 Ιουνίου του 2015.
Η περίοδος αυτή, "έσβησε" τις επιταγές, "ξεθώριασε" τιςπιστωτικές κάρτες και εξακόντισε τη χρήση των χρεωστικών καρτών, προετοιμάζοντας το έδαφος για την εφαρμογή του σχεδίου της κυβέρνησης που αποκάλυψε το "Κεφάλαιο" και το Capital.gr, για την χρήση του "πλαστικού" χρήματος στις συναλλαγές.
Όπως διαπιστώνεται στην Έκθεση της ΤτΕ για τη Νομισματική Πολιτική 2015 – 2016, η θέσπιση περιορισμών στις αναλήψεις μετρητών από τραπεζικούς λογαριασμούς και στις διασυνοριακές πληρωμές και μεταφορές κεφαλαίων τον Ιούνιο του 2015, και ειδικότερα οι περιορισμοί στις αναλήψεις μετρητών επέφεραν αξιοσημείωτες μεταβολές στις συναλλακτικές συνήθειες των οικονομικών μονάδων, με έντονη άνοδο του αριθμού και της αξίας των συναλλαγών με χρήση καρτών κατά το β’ εξάμηνο του 2015.
Συγκεκριμένα, ο αριθμός των συναλλαγών µε κάρτες πληρωμών ανήλθε σε 88,2 εκατομμύρια, αυξημένος κατά 128% σε σύγκριση µε το α’ εξάμηνο του 2015 και η αξία συναλλαγών διαμορφώθηκε σε 5,1 δισ. ευρώ, αυξημένη κατά 110% αντιστοίχως.
Το ποσό ανά συναλλαγή µε κάρτα, το οποίο ακολουθεί γενικά πτωτική πορεία από το 2010 και ύστερα, υποχώρησε περαιτέρω στη διάρκεια του 2015 και διαμορφώθηκε σε 58 ευρώ το β’ εξάμηνο, έναντι 63 ευρώ το α’ εξάμηνο και 92 ευρώ το β’ εξάμηνο του 2010. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται αφενός µε την ύφεση της ελληνικής οικονομίας που περιλαμβάνει την υποχώρηση του επιπέδου των τιμών, µε τον περιορισμό του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, καθώς και µε το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της γενικευμένης διεύρυνσής της μετά τη θέσπιση των περιορισμών, η χρήση των καρτών επεκτάθηκε σε πολύ περισσότερες συναλλαγές, άρα και στις συναλλαγές μικρότερης αξίας.
Η αύξηση του όγκου των συναλλαγών µε κάρτες το β’ εξάμηνο του 2015 προέρχεται κυρίως από χρεωστικές κάρτες. Οι κάρτες αυτές αποτελούν στενό υποκατάστατο των μετρητών, καθώς η χρήση τους δεν συνεπάγεται τη δημιουργία πίστωσης, αλλά άμεση χρέωση των οφειλόμενων ποσών στους τραπεζικούς λογαριασμούς. Συγκεκριμένα, ο αριθμός και η αξία των συναλλαγών µε χρεωστικές κάρτες, που παρουσίαζαν σχετικά σταθερή άνοδο το προηγούμενο διάστημα, περίπου τετραπλασιάστηκαν μεταξύ α’ και β’ εξαμήνου του 2015.
Με αυτό τον τρόπο η χρήση των χρεωστικών καρτών συνέβαλε σε μερική εξομάλυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης, αντισταθμίζοντας τις συνέπειες του περιορισμού της πρόσβασης σε χρήμα µε τη φυσική του μορφή το β’ εξάμηνο του έτους. Την ίδια περίοδο ο αριθμός και η αξία των συναλλαγών µεπιστωτικές κάρτες ενισχύθηκαν µόνο κατά 25%.
Γενικότερα, στη διάρκεια της κρίσης από το 2009 και μετά, η χρήση των πιστωτικών καρτών συνοδεύθηκε από συνεχή υποχώρηση του υπολοίπου των δανείων µέσω πιστωτικών καρτών, τα οποία υπόκεινται σε τόκους. Αντιθέτως, σταδιακά αυξανόταν η σημασία του υπολοίπου που αντανακλά την αναβολή της πληρωμής για μικρό χρονικό διάστημα µε μηδενικό επιτόκιο (convenience credit) η οποία μεσολαβεί μεταξύ της πραγματοποίησης της συναλλαγής και της ημερομηνίας που η κάρτα πρέπει να εξοφληθεί.
Ταυτόχρονα, ο αριθμός των πιστωτικών καρτών σε κυκλοφορία έβαινε γενικά μειούμενος, λόγω της αυστηροποίησης των πιστοδοτικών κριτηρίων των τραπεζών και της γενικότερης τάσης για απομόχλευση στην οικονομία, σημειώνοντας μικρή µόνο αύξηση το β’ εξάμηνο του 2014, καθώς και μετά την επιβολή των περιορισμών στο τραπεζικό σύστημα τον Ιούνιο του 2015. Επομένως, διαπιστώνεται μεταβολή στον τρόπο χρήσης των πιστωτικών καρτών σε σχέση µε το πρόσφατο παρελθόν, καθώς χρησιμοποιούνται περισσότερο ως μέσα πληρωμών και λιγότερο ως μέσο δανεισμού των νοικοκυριών.
Σημειώνεται ότι ο αριθμός των συναλλαγών µε κάρτες στην ελληνική οικονομία ενισχυόταν µε μέσο ετήσιο ρυθμός 7% την περίοδο 2002- 2009 έναντι 11 % περίπου στη ζώνη του ευρώ. Στη συνέχεια, την περίοδο 2010-2014, ο μέσος ετήσιος ρυθμός υποχώρησε σε -1,6% έναντι 14% στη ζώνη του ευρώ.
Η διεύρυνση της χρήσης των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών απεικονίζεται και στο βαθμό αξιοποίησης των σχετικών υπηρεσιών και εφαρμογών που παρέχουν οι τράπεζες εκμεταλλευόμενες τη σύγχρονη τεχνολογία, όπως οι υπηρεσίες τραπεζικής µέσω διαδικτύου και η τραπεζική µέσω κινητών τηλεφώνων. Οι συναλλαγές µέσω των υπηρεσιών αυτών παρουσίαζαν τα προηγούμενα έτη ανοδική τάση, ιδίως στην περίπτωση της τραπεζικής µέσω κινητού τηλεφώνου.
Η άνοδος αυτή επιταχύνθηκε σημαντικά μετά την εισαγωγή των capital controls και προερχόταν πρωτίστως από φυσικά πρόσωπα, και σε μικρότερο βαθμό από εταιρίες και νομικά πρόσωπα. Η δυναμική της ανόδου αυτής διατηρήθηκε σταθερή και το δ ’ τρίμηνο του 2015.
Στη διάρκεια των τελευταίων οκτώ περίπου ετών, επήλθαν αξιοσημείωτες μεταβολές και στη χρήση των επιταγών ως συναλλακτικών μέσων, με τον αριθμό και την αξία τους να εμφανίζουν πολύ σημαντική κάμψη. Παράγοντες που συνέβαλαν στην πτωτική αυτή τάση είναι η συρρίκνωση των εμπορικών συναλλαγών, η διάχυτη αύξηση του κινδύνου αθέτησης πληρωμών στην οικονομία και η επιλεκτικότερη χορήγηση μπλοκ επιταγών από τις τράπεζες, καθώς και η τάση υποκατάστασής τους από εναλλακτικά ηλεκτρονικά μέσα πληρωμών.
Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία του ηλεκτρονικού συστήματος ∆ΙΑΣ, είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιταγών σε τραπεζικές (οι οποίες επέχουν θέση μετρητών) και σε ιδιωτικές (οι οποίες λειτουργούν, µέσω της μεταχρονολόγησής τους, ως μέσο παροχής εμπορικής πίστωσης). Όπως προκύπτει, πλέον η χρήση των ιδιωτικών επιταγών έχει υποχωρήσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, που πιθανότατα αντιπροσωπεύουν συναλλαγές των περισσότερο φερέγγυων εκδοτών.
Ο αριθμός των ιδιωτικών επιταγών που συμψηφίστηκαν στο σύστημα ∆ΙΑΣ δεν φαίνεται να επηρεάστηκε αρνητικά από τη θέσπιση των περιορισμών στο τραπεζικό σύστημα. Αντίθετα, ο αριθμός των τραπεζικών επιταγών που εκκαθαρίστηκαν µέσω του συστήματος αυτού φαίνεται ότι ενισχύθηκε εντυπωσιακά από τον Ιούλιο του 2015 και εξής: οι τραπεζικές επιταγές χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για την ανακατανομή διαθεσίμων μεταξύ καταθετικών λογαριασμών του ίδιου κατόχου σε διαφορετικές τράπεζες, αλλά και για την πληρωμή υποχρεώσεων που υπό άλλες συνθήκες θα εξοφλούνταν µε χρήση μετρητών.