Εικοσιεννιά χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη δολοφονία του βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας, Παύλο Μπακογιάννη, από την τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη».
Ήταν 26 Σεπτεμβρίου του 1989, στις 07:58 το πρωί, όταν τρεις ένοπλοι πυροβόλησαν με δύο 45άρια πιστόλια και τραυμάτισαν θανάσιμα τον Παύλο Μπακογιάννη, στην είσοδο της πολυκατοικίας της οδού Ομήρου στην Αθήνα, όπου στεγαζόταν το πολιτικό του γραφείο.
«Αποφασίσαμε λοιπόν να εκτελέσουμε τον απατεώνα και ληστή του λαού Μπακογιάννη. Ο κύριος αυτός είναι υπεύθυνος όχι μόνο γιατί έκλεψε τα πρώτα 60 εκατομμύρια του ιδρυτικού κεφαλαίου της Γραμμής αλλά και για τις εκατοντάδες εκατομμύρια που είτε έκλεψε μαζί με τον συνεργάτη του Κοσκωτά για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου Γραμμής, αλλά και για την αγορά μέσω της Γραμμής της Τράπεζας Κρήτης», ανέφερε μεταξύ άλλων η 12σελιδη προκήρυξη που είχε στείλει η «17Ν» στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» στις 9 Οκτωβρίου 1989.
Ο Παύλος Μπακογιάννης κηδεύτηκε στο Καρπενήσι, στις 29 Σεπτεμβρίου 1989 παρουσία πλήθος κόσμου, που φώναζαν συνθήματα κατά της τρομοκρατίας.
Η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη είχε συγκλονίσει τον πολιτικό κόσμο της εποχής και είχε μονοπωλήσει την επικαιρότητα στην οποία τότε κυριαρχούσε η έναρξη της διαδικασίας για την παραπομπή των πολιτικών του σκανδάλου Κοσκωτά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι την ημέρα της δολοφονίας του Παύλου Μπακογιάννη είχε εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση η χρηματοδότηση του προγράμματος για την Ευρυτανία, που ο ίδιος είχε καταρτίσει.
Θεωρούνταν πολιτικός με σύνεση, χαμηλών τόνων, δημοκράτης και ενωτικός.
«Το καλοκαίρι του ’89 ο Παύλος Μπακογιάννης έπαιξε καταλυτικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις ΝΔ- ΣΥΝασπισμού για τον σχηματισμό της κυβέρνησης Τζανετάκη. Όποια άποψη κι αν έχει κανείς για το «βρώμικο ’89″, η εθνική συνεννόηση ήταν απολύτως μέσα στο πνεύμα του Μπακογιάννη, που μερικές εβδομάδες πριν την δολοφονία του εισηγήθηκε ως βουλευτής της ΝΔ το νομοσχέδιο για την απάλειψη των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου. Γιατί η 17 Νοέμβρη επέλεξε να δολοφονήσει αυτόν τον άνθρωπο στις 26 Σεπτεμβρίου του 1989, την ημέρα που η Βουλή επρόκειτο να αποφασίσει αν θα παρέπεμπε τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά;», είχε γράψει ο Στέλιος Κούλογλου δέκα χρόνια μετά τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη.
Παύλος Μπακογιάννης: Ο γιος του παπα-Κώστα
Ο Παύλος Μπακογιάννης γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1935 στο χωριό Βελωτά της Ευρυτανίας. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του παπα-Κώστα και της Ειρήνης Μπακογιάννη. Γυμνάσιο πήγε στο Θέρμο Τριχωνίδας, για ένα χρόνο στο Καρπενήσι (1950) και το τελείωσε στην Πάτρα στο Β’ Γυμνάσιο Πατρών. Σπούδασε Πολιτικές και Κοινωνικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία, παίρνοντας πτυχίο Πολιτικής Οικονομίας και Πολιτικών Επιστημών των Πανεπιστημίων Μονάχου, Τίμπινγκεν και Κωνσταντίας, στο Πανεπιστήμιο της οποίας ανακηρύχθηκε κατόπιν Διδάκτωρ των Κοινωνικών Επιστημών. Δίδαξε Πολιτικές Επιστήμες και Δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και για 10 περίπου χρόνια διηύθυνε το ελληνόφωνο πρόγραμμα της ραδιοφωνίας της Βαυαρίας.
Ήταν διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, όταν έγινε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Από τη θέση αυτή αντιτάχθηκε στο δικτατορικό καθεστώς και έκανε εκπομπές με σχόλια και ειδήσεις που αναμεταδίδονταν και από την Deutsche Welle και πολύ γρήγορα έγιναν σημείο αναφοράς του αντιδικτατορικού αγώνα.
Στο Μόναχο γνώρισε τη Ντόρα Μητσοτάκη, κόρη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η οποία σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης και την οποία και παντρεύτηκε το 1974. Μαζί της απέκτησε δύο παιδιά, την Αλεξία και τον Κώστα.
Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, το 1974 επέστρεψε στην Ελλάδα. Εργάστηκε «Το Βήμα» και το 1982 ανέλαβε εκδότης-διευθυντής του εβδομαδιαίου περιοδικού «Ένα» ως το Φεβρουάριο του 1985.
Από το Νοέμβριο του 1985 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1989 διετέλεσε πολιτικός σύμβουλος του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Κώστα Μητσοτάκη. Τον Ιούνιο του 1989 εκλέχθηκε βουλευτής της μονοεδρικής περιφέρειας Ευρυτανίας. Ακολούθησε η Κυβέρνηση Τζαννετάκη, στο σχηματισμό της οποίας έλαβε ενεργό ρόλο, ως διαπραγματευτής μεταξύ του κόμματός του και του Συνασπισμού.
Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ανάπτυξη της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Ευρυτανίας. Το πρώτο του μάλιστα βιβλίο είχε τίτλο: «Η Ευρυτανία και οι οικονομικές της δυνατότητες» (Αθήνα, 1960). Κατήρτησε ολοκληρωμένο σχέδιο ανάπτυξης της περιοχής, το οποίο υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Ένωση.