Τετάρτη 04 Δεκεμβρίου 2024 -

ΟΟΣΑ: Αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των μισθών στην Ελλάδα το 2016



H συνολική φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα των άγαμων μισθωτών με μέσο εισόδημα - από φόρο εισοδήματος και ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών - αυξήθηκε το 2016 σε σχέση με το 2015 κατά 1,06 ποσοστιαίες μονάδες και ανήλθε στο 40,2% του συνολικού κόστους εργασίας του εργοδότη, σύμφωνα με στοιχεία έκθεσης του ΟΟΣΑ (Taxing Wages 2015-16).

Στις χώρες του ΟΟΣΑ σημειώθηκε κατά μέσο όρο μία οριακή μείωση 0,07 της ποσοστιαίας μονάδας στο 36%. Τους υψηλότερους συντελεστές συνολικής φορολογίας σε αυτή την κατηγορία είχαν πέρυσι το Βέλγιο (54%), η Γερμανία (49,4%), η Ουγγαρία (48,2%) και η Γαλλία (48,1%), ενώ τους χαμηλότερους είχαν η Χιλή (7%), η Νέα Ζηλανδία (17,9%) και το Μεξικό (20,1%).

Η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης στην Ελλάδα προέκυψε τόσο από την αύξηση του φόρου εισοδήματος (0,67 της ποσοστιαίας), λόγω της μείωσης του αφορολόγητου ποσού, όσο και από την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων (0,20) και των εργοδοτών (0,19). Η επιβάρυνση, πάντως, προκύπτει κυρίως από τις εισφορές των εργοδοτών (19,9%) και των εργαζομένων (12,6%), ενώ ο φόρος εισοδήματος αντιστοιχεί στο 7,7%.

Για τις οικογένειες με δύο παιδιά, όπου ο ένας μόνο γονιός εργάζεται και έχει μέσο εισόδημα, η συνολική επιβάρυνση αυξήθηκε 0,73 της ποσοστιαίας μονάδας το 2016 και διαμορφώθηκε στο 38,3% του κόστους εργασίας για τον εργοδότη. Στον ΟΟΣΑ, η μέση επιβάρυνση των αντίστοιχων οικογενειών μειώθηκε οριακά (0,08 της ποσοστιαίας μονάδας) στο 26,6%. Υψηλότερο φορολογικό συντελεστή από την Ελλάδα σε αυτή την κατηγορία είχαν η Γαλλία (40%), η Φινλανδία (39,2%), η Ιταλία (38,6%) και το Βέλγιο (38,6%). Τους χαμηλότερους συντελεστές είχαν η Νέα Ζηλανδία (6,2%), η Χιλή (7%), η Ιρλανδία (8,3%) και η Ελβετία (9,1%).

Η επιβάρυνση στην Ελλάδα των άγαμων μισθωτών με μέσο εισόδημα από φόρο εισοδήματος και ασφαλιστικές εισφορές των ιδίων (σ.σ.: όχι και των εργοδοτών) διαμορφώθηκε πέρυσι στο 25,4% των ακαθάριστων μισθωτών αποδοχών τους και ήταν οριακά χαμηλότερη από τον μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ (25,5%).