Τα άτομα που έχουν είναι υπέρβαρα από μικρή ηλικία έχουν αυξημένο δια βίου κίνδυνο εκδήλωσης μείζονος κατάθλιψης, σύμφωνα με μελέτη που παρουσιάστηκε στο ετήσιο Ευρωπαϊκό Συνέδριο για την Παχυσαρκία, στο Πόρτο της Πορτογαλίας.
Η Δρ Ντέμπορα Γκιμπσον-Σμιθ από το Πανεπιστημιακό Ιατρικό Κέντρο VU της Ολλανδίας μελέτησε τη σχέση των περιττών κιλών κατά την παιδική ηλικία και της δια βίου κατάθλιψης σε δείγμα 889 ατόμων από τη μελέτη AGES-Reykjavik. Επίσης, εξέτασε αν η καταλυτική επίδραση της παχυσαρκίας στην ψυχική υγεία οφείλεται στην δια βίου παχυσαρκία ή είναι αποτέλεσμα του πλεονάζοντος βάρους κατά την ενήλικη ζωή.
Οι συμμετέχοντες που ήταν κατά μέσο όρο 75 ετών υποβλήθηκαν σε ιατρικό έλεγχο για τυχόν ενεργά καταθλιπτικά συμπτώματα ή μείζονα κατάθλιψη στο παρελθόν. Επίσης, πληροφορίες για το βάρος και το ύψος τους όταν ήταν 8-13 ετών συλλέχθηκαν από σχολικά αρχεία και για τη μέση ηλικία (περί τα 50 έτη) τα στοιχεία προήλθαν από την καταγραφή στο πλαίσιο της μελέτης.
Όσοι είχαν Δείκτη Μάζας Σώματος από 25 έως 29,9 θεωρήθηκαν υπέρβαροι.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας 39 άτομα διαγνώστηκαν με μείζονα κατάθλιψη.
Από την ανάλυση των στοιχείων προέκυψε ότι, τα περιττά κιλά στην παιδική ηλικία ήταν ισχυρός προγνωστικός δείκτης επικείμενης κατάθλιψης, απ’ ότι να είναι κανείς υπέρβαρος στη μέση ηλικία. Η ερευνήτρια υπολόγισε ότι το να είναι κάποιος υπέρβαρος ή παχύσαρκος σε ηλικία οκτώ ή 13 ετών σχετίζεται με τετραπλάσιο κίνδυνο μείζονος κατάθλιψης, συγκριτικά με το να έχει το παιδί φυσιολογικό σωματικό βάρος, ή να εξελιχθεί σε παχύσαρκο κατά την ενήλικη ζωή.
«Η μελέτη δείχνει ότι ορισμένοι υποκείμενοι μηχανισμοί που συνδέουν τα περιττά κιλά ή την παχυσαρκία με την κατάθλιψη πηγάζουν από την παιδική ηλικία. Ο γενετικός κίνδυνος ή η χαμηλή αυτοεκτίμηση, που συχνά ακολουθεί τα άτομα με μη ιδανικό σώμα, μπορεί να είναι οι ένοχοι. Δεδομένης της αύξησης της παχυσαρκίας μεταξύ των εφήβων και της μεγαλύτερης επιρροής των κοινωνικών δικτύων στην εξωτερική μας εμφάνιση η καλύτερη κατανόηση παιδικής παχυσαρκίας και κατάθλιψης, είναι καίριας σημασίας», υπογραμμίζεται στα συμπεράσματα της μελέτης.