Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024 -

Μελέτη: Κατά 4,9 έτη στους άνδρες και κατά 4,2 έτη στις γυναίκες θα αυξηθεί το παγκόσμιο προσδόκιμο ζωής έως το 2050



Μελέτη του αμερικανικού ερευνητικού Ινστιτούτου Μετρήσεων και Αξιολόγησης της Υγείας, που δημοσιεύεται στο περιοδικό «The Lancet», διαπίστωσε πως το προσδόκιμο ζωής παγκοσμίως μέχρι το 2050, αναμένεται να αυξηθεί κατά 4,9 έτη στους άνδρες και κατά 4,2 έτη στις γυναίκες.

Η αύξηση, σύμφωνα με τη μελέτη «Global Burden of Disease Study», αναμένεται να είναι μεγαλύτερη στις χώρες, όπου το προσδόκιμο ζωής είναι χαμηλότερο, συμβάλλοντας στη σύγκλιση της αύξησης του προσδόκιμου ζωής σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές.

Η τάση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε μέτρα δημόσιας υγείας που έχουν αποτρέψει και έχουν βελτιώσει τα ποσοστά επιβίωσης σε καρδιαγγειακά νοσήματα, Covid-19 και μια σειρά από μεταδοτικές ασθένειες σε μητέρες και νεογνά.

Το παγκόσμιο προσδόκιμο ζωής προβλέπεται να αυξηθεί από 73,6 έτη το 2022 σε 78,1 έτη το 2050.

 

Το παγκόσμιο προσδόκιμο υγιούς ζωής, δηλαδή ο μέσος αριθμός ετών που μπορεί ένα άτομο να ζήσει με καλή υγεία, αναμένεται να αυξηθεί από 64,8 έτη το 2022 σε 67,4 έτη το 2050.

Η έκθεση επίσης διαπιστώνει ότι η συνεχιζόμενη μετατόπιση της επιβάρυνσης από μεταδοτικές ασθένειες σε μη μεταδοτικές, όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις, ο καρκίνος, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και ο διαβήτης, καθώς και η έκθεση σε παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με τις ασθένειες αυτές, όπως η παχυσαρκία, η υψηλή αρτηριακή πίεση, το κάπνισμα και η μη βέλτιστη διατροφή, θα έχουν τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στην επιβάρυνση από ασθένειες στην επόμενη γενιά.

Καθώς το φορτίο των ασθενειών συνεχίζει να μετατοπίζεται στις ασθένειες αυτές, αναμένεται ότι περισσότεροι άνθρωποι θα ζουν περισσότερο, αλλά με περισσότερα χρόνια κακής υγείας.

Μάλιστα, σε άλλη μελέτη παραγόντων κινδύνου, που δημοσιεύεται επίσης στο «The Lancet», διαπιστώνεται ότι ο συνολικός αριθμός των χαμένων ετών λόγω κακής υγείας και πρόωρου θανάτου (DALY), που αποδίδονται σε μεταβολικούς παράγοντες κινδύνου έχει αυξηθεί κατά 50% από το 2000.

Οι ερευνητές μελέτησαν και εναλλακτικά σενάρια, εάν διάφορες παρεμβάσεις στη δημόσια υγεία θα μπορούσαν να εξαλείψουν την έκθεση σε βασικές ομάδες παραγόντων κινδύνου.