Αμφορείς, αγγεία, σιδερένιες άγκυρες και εξαρτήματα αγκυρών έφερε στο φως σημαντική αρχαιολογική υποβρύχια έρευνα που έγινε στον υποθαλλάσιο χώρο, κατά μήκος των νοτίων ακτών της Νάξου, από την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων σε συνεργασία με το Νορβηγικό Ινστιτούτο Αθηνών.
Η έρευνα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού για πρώτη φορά διερευνάται συστηματικά ο υποθαλάσσιος χώρος της νότιας Νάξου, από το Αλυκό μέχρι τον Πάνορμο. Πρόκειται για μια απομονωμένη περιοχή ιδανική για την έρευνα λιμένων, που παραμένουν κατά κύριο λόγο αλώβητοι από τις σύγχρονες επεμβάσεις.
Η υποβρύχια έρευνα γίνεται για δεύτερη συνεχή χρονιά, στο πλαίσιο τριετούς συνεργατικού προγράμματος της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων σε συνεργασία με το Νορβηγικό Ινστιτούτο Αθηνών, σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού.
Βασικός στόχος του προγράμματος αποτελεί η καταγραφή και χαρτογράφηση των θέσεων αγκυροβολίας κατά τους αρχαίους και βυζαντινούς χρόνους. Η φετινή έρευνα διήρκεσε από τις 18 μέχρι 29 Σεπτεμβρίου 2017 και με βάση τα αποτελέσματα της προηγούμενης ερευνητικής περιόδου (2016), επικεντρώθηκε σε θέσεις αυξημένου ενδιαφέροντος, όπου εντοπίστηκαν σημαντικά ευρήματα.
Από τον όρμο του Αγ. Σώζοντος, νοτιοανατολικά του Ακρωτηρίου Μονή, ανελκύστηκαν 5 λίθινες άγκυρες και διαγνωστικά δείγματα κεραμικής, όπως αμφορέας υστεροκλασικών χρόνων, χρηστικά αγγεία κλασικής εποχής, ακέραιο τμήμα πήλινου αγωγού υστερο-ρωμαϊκών/βυζαντινών χρόνων κ.ά., που υποδηλώνουν ότι το φυσικό λιμάνι χρησιμοποιούνταν από την αρχαϊκή έως τη βυζαντινή περίοδο ως αγκυροβόλιο. Στον ίδιο όρμο βρέθηκαν επίσης σιδερένιες άγκυρες και εξαρτήματα αγκυρών (στύποι).
Στον όρμο Αντριός, βρέθηκαν έρματα και θραύσματα κεραμικής, που μαρτυρούν δραστηριότητα από τους ρωμαϊκούς και υστερο–ρωμαϊκούς χρόνους.
Στον όρμο Πάνορμος, υπάρχουν 15 λιθοσωροί ερμάτων, που αποδεικνύουν την φορτοεκφόρτωση των πλοίων στην περιοχή. Τα ευρήματα της κεραμικής υποδηλώνουν τη χρήση της θέσης κατά κύριο λόγο κατά τη ρωμαϊκή και υστερο-ρωμαϊκή περίοδο.
Στην Τουρκοσπηλιά δυτικά του Ακρωτηρίου Πάνορμος, διαπιστώθηκε μια νέα θέση με πλούσια συγκέντρωση κεραμικής. Τα αντικείμενα που ανελκύστηκαν (κυρίως αμφορείς) χρονολογούνται από τον 1ο αι. π.Χ. μέχρι τα υστερο-ρωμαϊκά και τα βυζαντινά χρόνια.
Το ερευνητικό πρόγραμμα θα δώσει νέα στοιχεία σχετικά με το πώς οι απομακρυσμένες περιοχές χωρίς προφανείς παράκτιες εγκαταστάσεις συνδέονταν με τη θάλασσα και κατά προέκταση με το Μεσογειακό κόσμο. Μπορεί να δώσει νέες πληροφορίες σχετικά με άγνωστες παραθαλάσσιες θέσεις, που χρησιμοποιούνταν σαν σύνδεσμοι μεταξύ των οικισμών της ενδοχώρας του νησιού και της θάλασσας. Από τη μελέτη θα προκύψει αν αυτά τα φυσικά λιμάνια χρησιμοποιούνταν μόνο από συγκεκριμένα οικιστικά κέντρα σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους ή αν παρέμεναν ανεπηρέαστα από τις αλλαγές της κατοίκησης στους οικισμούς της ενδοχώρας.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε υπό τη Διεύθυνση της Προϊσταμένης της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων, δρ. Αγγελικής Σίμωσι, ενώ επιστημονικά υπεύθυνη και διεξάγουσα στο πεδίο ήταν η καταδυόμενη αρχιτέκτονας και μηχανικός Αικατερίνη Ταγωνίδου. Από την πλευρά των Νορβηγών διευθυντής της έρευνας ήταν ο αρχαιολόγος dr. Sven Ahrens, επιμελητής του Ναυτικού Μουσείου του Όσλο.