Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024 -

Ερευνα του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ που συνδέει την Ποντιακή διάλεκτο με τα αρχαία Ελληνικά


Συναρπαστική έρευνα του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ συνδέει την Ποντιακή διάλεκτο, που κινδυνεύει να εκλείψει, με τα αρχαία Ελληνικά.

Μέχρι τους μεσαιωνικούς χρόνους, η περιοχή της Τραπεζούντας, στη Μαύρη Θάλασσα στην ακτή της Τουρκίας, βρισκόταν στο επίκεντρο του Ελληνόφωνου κόσμου. Η γη του θρυλικού βασιλείου των Αμαζόνων αποικίστηκε από τους Έλληνες τον 8ο και 7ο αιώνα π.Χ. και απαθανατίστηκε στην Ελληνική μυθολογία ως η περιοχή από την οποία ο Ιάσονας και το πλήρωμά του των 50 Αργοναυτών ξεκίνησαν το ταξίδι τους κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας αναζητώντας το Χρυσόμαλλο Δέρας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά το πέρασμα χιλιετιών στην πολιτική και κοινωνικοπολιτική ιστορία της ευρύτερης περιοχής, σε αυτή την ορεινή και απομονωμένη βόρειο-ανατολική γωνιά της Μικράς Ασίας, οι άνθρωποι εξακολουθούν να μιλούν Ελληνικά. Η μοναδικότητα της διαλέκτου - γνωστή ως Ρωμέικα- αποτελεί ένα συναρπαστικό μονοπάτι για το γλωσσικό παρελθόν και παρόν, όπως ανακαλύπτει η Δρ Ιωάννα Σιταρίδου, λέκτορας της Ρομαντικής Φιλολογίας του Τμήματος Σύγχρονων και Μεσαιωνικών Γλωσσών και Διευθύντρια Σπουδών στη Γλωσσολογία στο Κολλέγιο Queens.

Στα πρόθυρα της εξαφάνισης

Τα Ρωμέικα αποδεικνύεται πως είναι ένα γλωσσικό χρυσωρυχείο για την έρευνα, εξ’ αιτίας του αναπάντεχου αριθμού των αρχαϊκών χαρακτηριστικών που μοιράζεται με την Κοινή Ελληνική γλώσσα των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων, η οποία ομιλούνταν στο αποκορύφωμα της Ελληνικής επιρροής στη Μικρά Ασία, από τον 4ο αιώνα π.Χ. έως τον 4ο αιώνα μ.Χ.

Η Δρ Σιταρίδου εξηγεί πως "παρά το γεγονός ότι τα Ρωμέικα δύσκολα μπορεί να περιγραφούν ως κάτι άλλο παρά μια σύγχρονη Ελληνική διάλεκτος, διατηρούν έναν εντυπωσιακό αριθμό γραμματικών χαρακτηριστικών που προσθέτουν μια αίσθηση αρχαίων Ελληνικών στη δομή της διαλέκτου - χαρακτηριστικά που έχουν χαθεί εντελώς από άλλες ποικιλίες της σύγχρονης Ελληνικής γλώσσας".

Ως πιστοί Μουσουλμάνοι, όσοι μιλούσαν Ρωμέικα εξαιρεθήκαν της μεγάλης κλίμακας της ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας μετά τη συνθήκη της Λωζάνης το 1923. Χρησιμοποιώντας τη θρησκεία ως το καθοριστικό κριτήριο για την επανεγκατάσταση των χριστιανών στην Ελλάδα και των μουσουλμάνων στην Τουρκία, η συνθήκη είχε ως αποτέλεσμα την ανταλλαγή περίπου δύο εκατομμυρίων ανθρώπων μεταξύ των δύο χωρών. Για τον Πόντο, το αποτέλεσμα ήταν η φυγή των Ελληνόφωνων Χριστιανών, αφήνοντας πίσω στην Τουρκία μικρούς θύλακες Ελληνόφωνων μουσουλμάνων.

Αλλεπάλληλα κύματα μετανάστευσης από την Τραπεζούντα, σε συνδυασμό με την επιρροή της κυρίαρχης Τουρκόφωνης πλειοψηφίας, έχουν αφήσει τη διάλεκτο να απειλείται με εξαφάνιση (η UNESCO έχει χαρακτηρίσει τους Πόντιους Έλληνες ως «απόλυτα επαπειλούμενους»). «Με λιγότερους από 5.000 ομιλητές που έχουν απομείνει στην περιοχή, τα Ρωμέικα θα μπορούσαν να είναι περισσότερο μια γλώσσα κληρονομιάς παρά ένα ζωντανό ιδίωμα», λέει η Δρ Ιωάννα Σιταρίδου. «Με την εξαφάνισή τους θα εξαφανιζόταν και η μοναδική ευκαιρία για να ξεκλειδώσει το πώς η Ελληνική γλώσσα έχει εξελιχθεί».

Χαρτογράφηση της γλώσσας

Το ερευνητικό έργο της Δρ Σιταρίδου, αποκαλύπτει τα μυστικά αυτής της διαλέκτου. Η πραγματογνωμοσύνη της αφορά τόσο στο συντακτικό, δηλαδή στη μελέτη των γραμματικών κανόνων μιας γλώσσας και στη δομή της πρότασης, όσο και του πώς και γιατί έχει αλλάξει η γλώσσα. «Με τα Ρωμέικα, είχα την πιο θαυμάσια ευκαιρία να μελετήσω αυτά τα δύο πράγματα συγχρόνως. Η διάλεκτος, όχι μόνο αποδεικνύει στοιχεία τα οποία είναι προβληματικά για την τρέχουσα γλωσσολογική θεωρία, αλλά μας δίνει και ένα ζωντανό παράδειγμα μιας γλώσσας που εξελίσσεται».

Σε συνεργασία με

ον καθηγητή Peter Mackridge (Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης), ο οποίος έχει διεξάγη πρωτοποριακή έρευνα σχετικά με την ποντιακή διάλεκτο από το 1980, η Δρ Σιταρίδου συνεργάζεται επίσης με τον Δρ Hakan Özkan (Πανεπιστήμιο Münster), με την καθηγήτρια Σταυρούλα Τσιπλάκου (Ανοικτό Πανεπιστήμιο της Κύπρου), με το δίκτυο σύνταξης Ευρωπαϊκών Διαλέκτων (Ινστιτούτο Meertens) και με τρεις μεταπτυχιακούς φοιτητές: το Στέργιο Χατζηκυριακίδη, τον Πέτρο Καρατσαρέα και το Δημήτριο Μιχελιουδάκη.

Στο επίκεντρο της εργασίας είναι οι εκδρομές σε χωριά του Πόντου, για να χαρτογραφήσει τη γλώσσα - πώς λειτουργεί, πόσο μικρές διακυμάνσεις υφίσταται (συγχρονία) και πώς η μορφο-συντακτική δομή έχει αλλάξει μέσα στο χρόνο (διαχρονία). Οι πληροφορίες συλλέγονται μέσω βίντεο και ηχογραφήσεων των χωρικών που λένε ιστορίες, καθώς και μέσα από ειδικά διαμορφωμένα ερωτηματολόγια που η Δρ Σιταρίδου έχει σχεδιάσει για τη συλλογή των στοιχείων που απαιτούνται για τον τεμαχισμό της δομή μιας γλώσσας.

Παράθυρο στο παρελθόν

Η μελέτη της γλωσσικής αλλαγής, σε γενικές γραμμές, είναι εμφανώς δύσκολη λόγω της έλλειψης των ζωντανών ομιλητών οι οποίοι μπορούν να μας πουν την άποψη τους για το τι γραμματικά σωστό και τι όχι (σε αντίθεση με τα κείμενα, από τα οποία μπορούμε μόνο να ανακτήσουμε ότι είναι γραμματικά σωστό). Εξερευνώντας την ιστορία των Ελλήνων, δε διαφέρει, παρά την πληθώρα των παλαιών κειμένων.

«Φανταστείτε αν μπορούσαμε να μιλήσουμε με άτομα των οποίων η γραμματική είναι πιο κοντά στη γλώσσα του παρελθόντος. Όχι μόνο θα μπορούσαμε να χαρτογραφήσουμε μία καινούρια γραμματική μιας σύγχρονης διαλέκτου, αλλά θα μπορούσαμε επίσης να καταλάβουμε κάποιες μορφές από τη γλώσσα του παρελθόντος. Αυτή είναι η ευκαιρία που μας παρουσιάζεται με τα Ρωμέικα», λέει η Δρ Σιταρίδου, η οποία είναι επίσης μέλος του Cambridge Group για τις Γλώσσες και τους Πολιτισμούς οι οποίοι είναι υπό εξαφάνιση.

Το τελευταίο απαρέμφατο

Τα πρώτα αποτελέσματα της έρευνας παρέχουν αξιοσημείωτα συμπεράσματα, όπως ανακοίνωσε η η Δρ Σιταρίδου κατά τη διάρκεια του πρώτου γλωσσολογικού συνεδρίου, που έγινε ποτέ, για τα Ρωμέικα τον περασμένο Μάρτιο στο Queens 'College, στο Κέμπριτζ: «Σε αντίθεση με τις αρχαίες μορφές της Ελληνικής γλώσσας, η χρήση του απαρεμφάτου έχει χαθεί σε όλες τις υπόλοιπες ελληνικές διαλέκτους που είναι γνωστές σήμερα. Αλλά στα Ρωμέικα, όχι μόνο διατηρείται το απαρέμφατο, καθιστώντας το ουσιαστικά το τελευταίο ελληνικό απαρέμφατο του Ελληνόφωνου κόσμου, αλλά βρίσκουμε επίσης μια ιδιόμορφη κατασκευή απαρεμφάτου που δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ πριν - μόνο ίσως στις Λατινογενείς γλώσσες υπάρχουν παράλληλες κατασκευές».

Από τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα όμως, το πιο εκπληκτικό είναι ότι τα Ρωμέικα είναι πιο κοντά στην Κοινή Ελληνιστική γλώσσα σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες σύγχρονες Ελληνικές διαλέκτους, οι οποίες θεωρείται ότι έχουν προκύψει από την ύστερη Μεσαιωνική Ελληνική γλώσσα (ομιλούμενη τον 7ο έως τον 13ο αιώνα μ.Χ.).

Αλλαγή σε "πραγματικό χρόνο"

Στόχος της έρευνας της Δρ Σιταρίδου είναι τελικά, να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε το πώς εξελίχθηκε η Ποντιακή διάλεκτος. «Γνωρίζουμε ότι τα Ελληνικά ομιλούνταν συνεχώς στον Πόντο από τους αρχαίους χρόνους και μπορούμε να υποθέσουμε ότι η γεωγραφική απομόνωση από τον υπόλοιπο Ελληνόφωνο κόσμο είναι ένας σημαντικός παράγοντας στο γιατί η γλώσσα είναι έτσι όπως είναι σήμερα», λέει η Δρ Σιταρίδου. «Αυτό που δεν γνωρίζουμε ακόμη είναι εάν τα Ρωμέικα προέκυψαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και οι άλλες ελληνικές διάλεκτοι, τα οποία όμως αργότερα ανέπτυξαν τα δικά τους μοναδικά χαρακτηριστικά που απλώς τυχαίνει να μοιάζουν με τα αρχαϊκά ελληνικά. Ή αν έχουν αναπτυχθεί από προηγούμενη έκδοση των Ελληνικών, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ελληνικές διαλέκτους, και ως αποτέλεσμα αυτής της πιο άμεσης καταγωγής καθώς και της απομόνωσης τους από άλλες διαλέκτους για αιώνες, διατηρούν αρχαϊκά χαρακτηριστικά».

Παρ' όλα αυτά, τα Ρωμέικα αποτελούν μια σημαντική καινοτομία, ειδικά ως αποτέλεσμα της επαφής με τα Τουρκικά. Στο πλαίσιο αυτό, η Δρ Σιταρίδου ενδιαφέρεται για την επιρροή που είχε η επαφή με τη Τουρκική γλώσσα και τις γλώσσες του Καυκάσου, σχετικά με την εξέλιξη της διαλέκτου. Δεδομένου του γλωσσικού και κοινωνικο-ιστορικό πλαισίου των Ρωμέικων, σημειώνει ότι «στον Πόντο, έχουμε σχεδόν τέλειες πειραματικές συνθήκες για να υποθέσουμε τι μπορεί να αποκτηθεί και τι μπορεί να χαθεί ως αποτέλεσμα γλωσσικής επαφής». Είναι ακριβώς αυτά τα ερωτήματα με τα οποία θα ασχοληθεί περαιτέρω.

Οι επιπτώσεις μιας τέτοιας έρευνας είναι, ωστόσο, πολύ πιο διάχυτες, καθώς η κατανόηση των γλωσσικών λειτουργιών θα μπορούσε να παράσχει κάποια διορατικότητα στην πολιτιστική ταυτότητα και την αίσθηση των ανθρώπων για τους εαυτούς τους, καθώς επίσης και τι συμβαίνει όταν συνδέονται οι πολιτισμοί μεταξύ τους.

Η Δρ Σιταρίδου, της οποίας οι προ-παππούδες ήταν από την περιοχή του Πόντου, πιστεύει ότι τα γλωσσικά στοιχεία θα βοηθήσουν να ξετυλιχτεί το νήμα της εξέλιξης της γλώσσας. Μένει ακόμα να δούμε αν το νήμα θα μας ταξιδέψει πίσω στην εποχή του Ιάσωνα και των Αργοναυτών και αν μας περιμένουν περισσότερες εκπλήξεις.