Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024 -

Ο Εθνο-Ιερομάρτυς Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός († 9-7-1821)



Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός γεννήθηκε το 1756 στον Στρόβολο της Λευκωσίας. Έγινε δόκιμος στο Μοναστήρι του Μαχαιρά και το 1783 βρέθηκε στη Βλαχία κοντά στον ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσο όπου και φοίτησε σε ανώτερη σχολή. Επέστρεψε στα 1802 και διορίστηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο Οικονόμος της Αρχιεπισκοπής. Από τη θέση αυτή έδειξε τις πολλές ικανότητές του ιδίως στη δύσκολη κατάσταση της Εκκλησίας  της Κύπρου στη διάρκεια της εξέγερσης του 1804.

Ο Κυπριανός από τα πρώτα χρόνια της αρχιεπισκοπίας του επεχείρησε να μεταδώσει/μεταλαμπαδεύσει στην Κύπρο το πνεύμα του διαφωτισμού και την έφεση προς την παιδεία όπως τα είχε γνωρίσει στη Βλαχία, όπου, με Έλληνες επικεφαλής οι ηγεμονίες λειτούργησαν ως φυτώρια των προοδευτικών ιδεών του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι από τα πρώτα έργα του Κυπριανού ως Αρχιεπισκόπου ήταν η ίδρυση της Ελληνικής Σχολής της Λευκωσίας, η οποία χτίστηκε στην ανατολική πλευρά του κτηρίου της Αρχιεπισκοπής. Η Σχολή ήταν έτοιμη το 1812 (προικισμένη από τον Αρχιεπίσκοπο με πλούσια βιβλιοθήκη) και αφιερώθηκε στην Αγία Τριάδα. Στη θέση της ανεγέρθηκε στα 1893 το σημερινό ιστορικό Παγκύπριο Γυμνάσιο.

Ο Κυπριανός  μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και δέχθηκε να στηρίξει τα σχέδια της,  αλλά διατύπωσε επιφυλάξεις σχετικά με τις πιθανότητες επιτυχίας, που θα είχε μια επαναστατική κίνηση στην Κύπρο, καθώς ο λαός ήταν άοπλος και απειροπόλεμος. Το κυριότερο, η γεωγραφική γειτνίαση της Κύπρου με τις ακτές της Μικράς Ασίας, της Συρίας και της Αιγύπτου καθιστούσε καταδικασμένο εκ των προτέρων οποιοδήποτε επαναστατικό εγχείρημα. Έτσι ο Κυπριανός βοήθησε υλικά την Φιλική Εταιρεία.

Όταν ξέσπασε η επανάσταση του 1821 ο Τούρκος διοικητής της Κύπρου Κουτσιούκ Μεχμέτ αφόπλισε όλους τους χριστιανούς  και ο Αρχιεπίσκοπος με εγκύκλιό του καλούσε τον λαό να παραδώσει τον οπλισμό του. Ωστόσο, Κύπριοι εθελοντές αναχωρούσαν κατά εκατοντάδες στην επαναστατημένη Ελλάδα με τα ελληνικά πλοία που προσέγγιζαν για σκοπούς στρατολόγησης και ανεφοδιασμού τα κυπριακά παράλια

Ο Τούρκος διοικητής είχε καταρτίσει κατάλογο προγραφών, με 486 ονόματα προκρίτων και ιεραρχών (ανάμεσά τους και ο Αρχιεπίσκοπος). Αφού εξασφάλισε την έγκριση για τις εκτελέσεις κατάφερε με δόλο να εξαπατήσει τα θύματά του προσκαλώντας τα σε συγκέντρωση στη Λευκωσία. 

Την 9η Ιουλίου  1821 άρχισε η μεγάλη σφαγή των αρχιερέων και των προκρίτων του νησιού. Πρώτος απαγχονίστηκε ο Αρχιεπίσκοπος και ακολούθησε ο αποκεφαλισμός των Μητροπολιτών Πάφου, Κιτίου και Κυρηνείας.

Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός γνώριζε τον επικείμενο θάνατό του. Ο άγγλος περιηγητής Carne, που τον είδε πριν από τα γεγονότα της 9ης Ιουλίου, αναφέρει ότι ο Αρχιεπίσκοπος του είπε: «Ο θάνατός μου δεν είναι μακριά. Ξέρω πως μόνο ευκαιρία περιμένουν, για να με θανατώσουν .…Τα λόγια του ήταν σαν αποχαιρετιστήρια ομιλία αυτού του έξοχου ποιμένα προς τους τρομαγμένους ανθρώπους του

Τον ρωτήσαμε μια μέρα γιατί μπροστά στους κινδύνους που τον απειλούσαν δεν φρόντιζε να σωθεί φεύγοντας από το νησί. Όμως μάς δήλωσε ότι ήταν αποφασισμένος να μείνει για να δώσει στο λαό του, ως το τέλος, όση προστασία μπορούσε και να χαθεί μαζί του».

Ο βάρδος της Κυπριακής ποίησης Βασίλης Μιχαηλίδης στο έργο του «Η 9η Ιουλίου» διασώζει την περήφανη απάντηση του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού προς τον Τούρκο διοικητή Κουτσιούκ Μεχμέτ:
 
«Η Ρωμιοσύνη εν (είναι)  φυλή συνότζιαιρη(σύγχρονη) του κόσμου
Κανένας δεν ευρέθηκε για να την ιξηλείψη( εξαλείψει)
Κανένας γιατί σσιέπει(προστατεύει) την πού τάψη ( τα ύψη) ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή όντας ο κόσμος λείψη».

 
Τα λείψανα του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και των Μητροπολιτών Πάφου Χρύσανθου, Κιτίου Μελετίου, Κυρηνείας Λαυρεντίου φυλάσσονται σε μνημείο στο προαύλιο του ιερού ναού Φανερωμένης Λευκωσίας.  Το μνημείο κατασκευάστηκε  από μάρμαρο Πεντέλης το 1930. 

Μετά τον θάνατο του φίλου του ΧατζηΓεωργάκη Κορνέσιου του δραγομάνου την Τρίτη της Λαμπράς του 1809, την αιφνίδια εξορία του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου και του ομωνύμου συγγενούς του Μητροπολίτου Κιτίου τον Μάϊο του 1810, με σουλτανικό βεράτιο που προσκόμισε ειδικός απεσταλμένος μουπασίρης του σουλτάνου, καθώς και την κληρικολαϊκή επικρότηση και αποδοχή αυτού, ο Κυπριανός χειροτονείται και ενθρονίζεται από τον Αρχιεπίσκοπο Σιναίου Κωνστάντιο, εφησυχάζοντα ιεράρχη στα κλίματα της Κύπρου, και τους εναπομείναντας Κυπρίους αρχιερείς, αρχιεπίσκοπος Κύπρου την 30ήν Οκτωβρίου του 1810.

Το μεγάλο εθνικό, συνάμα δε και πνευματικό έργο του, συνοψίζεται εν πρώτοις στην ίδρυση σχολείων πρώτα στην Λευκωσία, το οποίο εξελίχθηκε στο σημερινό Παγκύπριο Γυμνάσιο, ακολούθως στην Λεμεσό και τον Στρόβολο, στις εγκυκλίους του, στα αφιερώματα και κυρίως τις εικόνες του αγίου Τρύφωνα, τις οποίες κατά εκατοντάδες διεμοίρασε σε όλη την Κύπρο για την αντιμετώπιση της επιδρομής της ακρίδας συνοδευομένη από μία εξαιρετική εγκύκλιο, στην προσπάθεια ιατρικής αντιμετώπισης διαφόρων ασθενειών, στην ανέγερση, επέκταση και ανακαίνιση εκκλησιών, στην οικονομική υποστήριξη των ραγιάδων και πολλά άλλα.

Η οθωμανική όμως θηριωδία βρήκε διέξοδο για να ικανοποιηθεί στα λογικά, απροστάτευτα και αδύναμα πρόβατα της Μάνδρας του Χριστού. Αφού ανέλαβε την διακυβέρνηση του νησιού ο Κιουτσιούκ Μεχμέτ και ξέσπασε η επανάσταση το 1821 στα μέρη της Ελλάδας, βρήκαν ευκαιρία οι Τούρκοι και την δίψα τους για αίμα να κορέσουν, και να πλουτίσουν εύκολα εις βάρος των ραγιάδων, και να ταπεινώσουν την δύναμη και τα προνόμια που απέκτησαν οι τελευταίοι τόσες δεκαετίες. Προβάλλοντας ως δικαιολογία την ακρόαση των σουλτανικών φιρμανιών εσύναξαν όλους τους πρώτους της νήσου, εκκλησιαστικούς και πολιτικούς άρχοντες, και τους ανήγγειλαν την θανατική τιμωρία που τους περίμενε.

Πρωτοπόρος και οδοδείκτης στην οδό αυτή του μαρτυρίου, θυσιάστηκε ο ποιμένας των προβάτων, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός. Ακολούθησαν οι επόμενοι, ο αριθμός των οποίων πλησίασε τις πέντε εκατοντάδες. Η ανθρώπινη αυτή εκατόμβη και η σφαγή διήρκεσε μερικές μέρες. «Η Παναγία ντύθηκε στα μαύρα. Πολλά σπίτια ήταν έρημα και πιτσιλισμένα στο αίμα». Από τις 9 Ιουλίου 1821, ημέρα Σάββατο, όταν έγιναν οι πρώτοι απαγχονισμοί και οι πρώτες καρατομήσεις, συνεχίστηκαν μέχρι και τις 14 Ιουλίου. Συνολικά μαρτύρησαν 470 άνθρωποι. Ο κατάλογος των θυμάτων αριθμούσε τετρακόσιους ογδόντα έξι. Τριάντα έξι εξισλαμίσθηκαν και γλύτωσαν τον θάνατο, αρκετοί όμως από αυτούς επέστρεψαν αργότερα πίσω στους κόλπους της Εκκλησίας.

Και η πορεία του λαού της νήσου ταύτης συνεχίζεται… Οι επερχόμενες γενεές στέκουν με δέος μπροστά στο μαυσωλείο των μαρτύρων της πίστεως και της πατρίδος. Υποκλίνονται με σεβασμό στο υψηλό τους πνευματικό ανάστημα και τους έχουν ως πρότυπα προς μίμηση στους αγώνες τους για την ελευθερία, και πρέσβεις ευπρόσδεκτους προς τον Θεό.