Δραματικές είναι οι επιπτώσεις της εντεινόμενης οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, με τα παιδιά να πληρώνουν «βαρύ» τίμημα.
Το Πρότυπο Εθνικό Νηπιοτροφείο στην Αθήνα, το οποίο ιδρύθηκε έναν αιώνα πριν για τα ορφανά του πολέμου, δέχεται όλο και περισσότερα παιδιά που οι γονείς τους αδυνατούν να τα θρέψουν.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Reuters, αυτό είναι ίσως και το μεγαλύτερο σημάδι της οικονομικής καχεξίας στην Ελλάδα, όπου παραδοσιακά υπάρχουν στενοί οικογενειακοί δεσμοί, οι οποίοι έχουν αρχίσει να παρουσιάζουν ρωγμές.
Σχεδόν το ένα τέταρτο του εργατικού δυναμικού της χώρας είναι άνεργο και το ένα τέταρτο των παιδιών ζουν στη φτώχεια, σύμφωνα με τα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών, με αποτέλεσμα γονείς να υποχρεώνονται να στηρίζονται στους δικούς τους γονείς για να τα βγάλουν πέρα. Όμως και οι συντάξεις έχουν περικοπεί 12 φορές ως τώρα.
Το συγκεκριμένο Ίδρυμα της Αθήνας, σύμφωνα με το Reuters, δύσκολα πλέον τα βγάζει πέρα καθώς αυξάνεται ο αριθμός των γονέων που ζητούν βοήθεια από αυτό. Μην μπορώντας να καλύψουν ούτε τις βασικές τους ανάγκες, οι γονείς αφήνουν τα παιδιά εκεί για ολόκληρη εβδομάδα.
Σύμφωνα με την επικεφαλής, Ηρώ Ζερβάκη, περίπου 40 παιδιά βρίσκονται στη λίστα αναμονής, τέσσερις φορές περισσότερα σε αριθμό από ότι δύο χρόνια νωρίτερα.
«Έχουμε πολλά περιστατικά όπου παιδιά προσπάθησαν να φύγουν, να το σκάσουν για να πάνε στη μητέρα τους» όπως τόνισε η ίδια στο Reuters.
Εκεί υπάρχουν και παιδιά που οι γονείς τους είναι άστεγοι και έτσι είναι δύσκολο να τα έχουν μαζί τους έστω και τα Σαββατοκύριακα, όπως αναφέρει το ρεπορτάζ. Οι καλύτερες μέρες για το συγκεκριμένο ίδρυμα μοιάζουν να βρίσκονται πολύ μακριά.
Η κρατική χρηματοδότηση έχει «ψαλιδιστεί» και καλύπτει μόλις τους μισούς εκ των μισθών του προσωπικού. Το Νηπιοτροφείο στηρίζεται κυρίως στις δωρεές τροφίμων και ρουχισμού, ενώ η κα Ζερβάκη κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το αν τους επόμενους μήνες θα είναι εφικτό να πληρωθούν οι μισθοί.
«Δεν μοιάζει το αύριο να είναι καλύτερο» όπως λέει χαρακτηριστικά η ίδια και προσθέτει «θα χρειαστούν κάποια χρόνια. Ελπίζω όχι πολλά».