Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024 -

Σόιμπλε: Ο ρόλος του στην επανένωση των Γερμανιών, το σκάνδαλο που του έκλεισε το δρόμο προς την καγκελαρία και το Grexit



Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν έγινε ποτέ καγκελάριος – θα μπορούσε, λένε πολλοί. Κατόρθωσε ωστόσο να διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ιστορίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Σφράγισε μια εποχή τεκτονικών αλλαγών στη χώρα του και στην Ευρώπη, μια γενιά μεγάλων πολιτικών και μια περίοδο κρίσιμων αποφάσεων. Και, όπως συχνά συμβαίνει με τις σημαντικές προσωπικότητες, όχι πάντα με θετικό τρόπο.

Αν και προσηλωμένος ευρωπαϊστής, δεν πίστευε στην ασυγκράτητη διεύρυνση της ενωμένης Ευρώπης και υποστήριζε πάντα την δημιουργία ενός στενού ισχυρού πυρήνα, με βιώσιμους και καλά εδραιωμένους θεσμούς. Σε αυτή τη λογική, η Ελλάδα, ο ευρωπαϊκός Νότος, οι κρίσεις και οι αδυναμίες του, αποτελούσαν τροχοπέδη.

Για τους Γερμανούς, αντιθέτως, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε υπήρξε ένας σοβαρός και αξιόπιστος πολιτικός, σεβαστός και στους πολιτικούς αντιπάλους του. Ο κομβικός ρόλος του στην διαπραγμάτευση της Συνθήκης για τη Γερμανική Επανένωση έλαβε ιστορικά χαρακτηριστικά, όπως και η επιρροή του κατά τη μετέπειτα διαμόρφωση των θέσεων του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU), ειδικά στα θέματα της οικονομικής, της ευρωπαϊκής και της εξωτερικής πολιτικής.

Γιος εφοριακού από το Χόρνμπεργκ της Βάδης-Βυρτεμβέργης, ο Σόιμπλε σπούδασε Νομικά, εργάστηκε στις φορολογικές υπηρεσίες και το 1972 εξελέγη για πρώτη φορά στην Bundestag. Στον στενό πυρήνα του Χέλμουτ Κολ, υπηρέτησε ως υπουργός Ειδικών Υποθέσεων και κατόπιν Εσωτερικών και στήριξε τον καγκελάριό του ακόμη και στο “σκάνδαλο των δωρεών” που σφράγισε αργότερα το CDU – και τελικά την καριέρα του ιδίου του Σόιμπλε.

Η υπογραφή της Συνθήκης για την Επανένωση της Γερμανίας στις 31 Αυγούστου 1990 ήταν το ζενίθ της καριέρας του 48χρονου τότε πολιτικού. Μπροστά του ανοιγόταν πλέον ο δρόμος για την καγκελαρία. Αυτός ο δρόμος ανακόπηκε στις 12 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου, στο Οπενάου, λίγα χιλιόμετρα από το σπίτι του. Σε ανοιχτή προεκλογική συγκέντρωση ένας – όπως αποδείχθηκε αργότερα – ψυχικά διαταραγμένος άνδρας τον πλησίασε και τον πυροβόλησε κατ’ επανάληψη. Μία από τις σφαίρες συνέτριψε την σπονδυλική του στήλη, προκαλώντας του παραπληγία. Αρχικά ήταν αμφίβολο εάν θα επέστρεφε στην πολιτική. Εκείνος όμως αντιμετώπισε την αναπηρία του με την ίδια ισχυρή θέληση που γνωρίσαμε όλοι και μέσα σε λίγες εβδομάδες επέστρεψε – σε αναπηρικό αμαξίδιο πλέον – στα υπουργικά του καθήκοντα, για να καθορίσει άλλη μια ιστορική απόφαση για τη χώρα του, την επαναφορά της πρωτεύουσας από τη Βόννη στο Βερολίνο.

Στο τέλος του 1991, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έβλεπε ξανά τον δρόμο προς την καγκελαρία, υποστηρίζοντας έναν συντηρητισμό ανοιχτό στην ανανέωση, εδραιωμένο ταυτόχρονα στις παραδοσιακές γερμανικές αξίες της κοινότητας και του καθήκοντος – ίσως και της εθνικής υπερηφάνειας, η οποία αποτελούσε ακόμη θέμα ταμπού για τη χώρα. Ταυτόχρονα, τασσόταν φανατικά εναντίον ενός υπερτροφικού κράτους και του οικονομικού προστατευτισμού.

Όσο ο Χέλμουτ Κολ αφοσιωνόταν στο ευρωπαϊκό όραμα, εκείνος σήκωνε το βάρος της εσωτερικής διαχείρισης μιας χώρας, η οποία πάλευε να βρει νέα ταυτότητα και της οποίας οι πολίτες έπρεπε να ξαναγνωριστούν μεταξύ τους. Το 1998, ο Χέλμουτ Κολ έχασε τις εκλογές και το CDU πέρασε στα χέρια του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Η πρώτη του εσωκομματική απόφαση, αποδείχθηκε τελικά μάλλον μοιραία: διόρισε την ‘Αγγελα Μέρκελ ως γενική γραμματέα του κόμματος.

Όταν ξέσπασε το «σκάνδαλο των δωρεών» που αφορούσε την εποχή Κολ, η Ανατολικογερμανίδα αποδείχθηκε ότι διέθετε πιο «ψυχρό αίμα» από τον ίδιο. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ενεπλάκη στην υπόθεση, καθώς δεν είχε υποβάλει μια απόδειξη για δωρεά 100.000 μάρκων προς το κόμμα, την ώρα που η κυρία Μέρκελ «άδειαζε» την ηγεσία με άρθρο της σε εφημερίδα. Υπό το βάρος του σκανδάλου, τον Φεβρουάριο του 2000 έκλεισε η περίοδος Σόιμπλε στην ηγεσία του CDU και μαζί της οι όποιες φιλοδοξίες για την καγκελαρία.

Το 2004 το όνομά του ακούστηκε και πάλι για τη θέση του Ομοσπονδιακού Προέδρου της Γερμανίας. Η Άνγκελα Μέρκελ όμως επέλεξε τον – άγνωστο πολιτικά – επικεφαλής του ΔΝΤ Χορστ Κέλερ, επιβεβαιώνοντας τη δύσκολη μεταξύ τους σχέση.

Την επόμενη χρονιά ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε επέστρεψε στην κυβέρνηση ως υπουργός Εσωτερικών στην πρώτη κυβέρνηση Μέρκελ. Από τα χέρια του πέρασε η ίδρυση της Γερμανικής Ισλαμικής Διάσκεψης και της νέας πολιτικής ενσωμάτωσης μεταναστών. Από το στόμα του ακούστηκε για πρώτη φορά ότι «το Ισλάμ αποτελεί πλέον αναπόφευκτα κομμάτι της Γερμανίας και της Ευρώπης». Ο ίδιος προώθησε ταυτόχρονα την εισαγωγή των βιομετρικών στοιχείων στα διαβατήρια, την δημιουργία αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας και την επιστροφή των ενόπλων δυνάμεων σε επιχειρήσεις και εντός Γερμανίας. Το 2009 το ομοσπονδιακό υπουργείο Οικονομικών υποδέχθηκε τον εμβληματικότερο μέχρι σήμερα ένοικό του. Υπό την καθοδήγησή του, η γερμανική κυβέρνηση παρουσίασε και εφήρμοσε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς – για πρώτη φορά από το 1969.

Δεδομένης της κοσμοθεωρίας και της διαδρομής του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, δεν αποτέλεσε έκπληξη η στάση που τήρησε κατά τη διάρκεια της κρίσης στην Ευρωζώνη και ειδικά έναντι της Ελλάδας. Θεωρούσε ότι η χώρα έπρεπε να εγκαταλείψει – έστω προσωρινά – την ζώνη του κοινού νομίσματος, να εφαρμόσει εκτεταμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να προχωρήσει σε βαθιά εξυγίανση των δημοσιονομικών της.

Όπως αποδείχθηκε, η Άνγκελα Μέρκελ επέλεξε τότε να μην ακολουθήσει τη συμβουλή του και η Ελλάδα παρέμεινε στην Ευρωζώνη. Η «αυτοκριτική» ήρθε το 2018, όταν ο πρωταγωνιστής εκείνης της περιόδου ήταν πλέον πρόεδρος της Bundestag. «Σκέφτηκα μάλλον νωρίς να προτείνω την αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ, διότι πίστευα ότι οι Έλληνες θα άντεχαν περισσότερο ένα ξαφνικό σοκ παρά πολυετή προγράμματα περικοπών», δήλωσε ο Σόιμπλε στην Frankfurter Allgemeine Zeitung. Το 2019, στους Financial Times, υποστήριξε και πάλι την άποψη ότι η Ελλάδα δεν έπρεπε εξαρχής να είχε ενταχθεί στην Ευρωζώνη και αποκάλυψε ότι το 2015, όταν η καγκελάριος δεν ακολούθησε την εισήγησή του, είχε σκεφτεί και να παραιτηθεί. Τον τίτλο του «αρχιτέκτονα της λιτότητας» για την Ευρώπη είπε πάντως ότι δεν τον ήθελε. «Πίστευα μόνο ότι η νομισματική ένωση δεν μπορούσε να υπάρχει χωρίς μεγαλύτερη ενοποίηση και κοινούς κανόνες εντός ΕΕ», αντέτεινε.

Η ήττα του CDU στις εκλογές του 2021 έφερε και το τέλος της θητείας του ως προέδρου της Bundestag και την ανακοίνωσή του ότι δεν σκόπευε να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα για βουλευτής. Ο επίλογος του πολιτικού βίου έμελλε να συμπέσει και με το τέλος της ζωής του, έπειτα από μάχη με τον καρκίνο. «Αισθάνομαι μοναξιά. Δεν έχει μείνει κανείς από τη γενιά μου. Αλλά μπορώ τώρα να βλέπω πώς πηγαίνω προς το τέλος. Το βρίσκω συναρπαστικό να παρακολουθώ τον εαυτό μου», είχε πει στην τελευταία του συνέντευξη στο περιοδικό Der Spiegel, πριν από έναν μήνα.

Στην τρίωρη συνάντησή του με τον δημοσιογράφο, μιλούσε περισσότερο για το παρελθόν. Αυτό το παρελθόν θα κρίνει ασφαλώς η Ιστορία. Μαζί με τον δημόσιο βίο του, η Ιστορία ίσως λάβει υπ’ ‘όψιν της και ότι, όσοι τον γνώρισαν ή συνεργάστηκαν μαζί του, μιλούσαν πάντα για έναν φυσικά ευγενή άνθρωπο, έναν αγαπητό συνεργάτη, έναν βαθιά φιλοσοφημένο πολιτικό άνδρα και μια ισχυρή προσωπικότητα, της οποίας τα τραγικά χαρακτηριστικά ήταν πάντα παρόντα.