
Μια νέα σειρά άκρως απόρρητων εγγράφων που σχετίζονται με τη δολοφονία του Τζον Φ. Κένεντι το 1963 ήρθε στο φως, προκαλώντας αναταράξεις τόσο στους ειδικούς που ερευνούν την υπόθεση, όσο και στην ομάδα του Ντόναλντ Τραμπ.
Η κυκλοφορία των αρχείων πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Τρίτης, περισσότερα από 60 χρόνια μετά τη δολοφονία του Κένεντι στο Ντάλας, και περιλαμβάνει 2.182 έγγραφα σε μορφή PDF, συνολικού όγκου 63.400 σελίδων, τα οποία διατίθενται στην ιστοσελίδα των Εθνικών Αρχείων.
Τα αρχεία περιλαμβάνουν δακτυλογραφημένες αναφορές και χειρόγραφες σημειώσεις που καλύπτουν δεκαετίες. Ανάμεσα στα στοιχεία που αποκαλύπτονται, υπάρχει αναφορά σε έναν υψηλόβαθμο πράκτορα της CIA που ισχυριζόταν ότι το «βαθύ κράτος» ήταν υπεύθυνο για τη δολοφονία, ενώ γίνεται λόγος για τον Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ ως «κακό σκοπευτή». Επιπλέον, ένα έγγραφο αναφέρει ότι η μυστική υπηρεσία είχε προειδοποιηθεί ήδη από τον Αύγουστο, τρεις μήνες πριν από τη δολοφονία, ότι ο Κένεντι θα δολοφονούνταν.
Η κυκλοφορία των αρχείων προκάλεσε σοκ στην ομάδα εθνικής ασφάλειας του Τραμπ, η οποία πέρασε 24 ώρες ελέγχοντας τα έγγραφα για πιθανούς κινδύνους ασφαλείας πριν από τη δημοσιοποίησή τους.
Όταν τα έγγραφα κυκλοφόρησαν γύρω στις 19:00, προκάλεσαν αντιδράσεις τόσο από Φιλελεύθερους, που θεώρησαν ότι δεν περιείχαν νέα στοιχεία συγκριτικά με προηγούμενη δημοσίευση του Τζο Μπάιντεν, όσο και από υποστηρικτές του Τραμπ, οι οποίοι αντέδρασαν λόγω της ύπαρξης ακόμη πολλών αποσπασμάτων που παραμένουν απόρρητα.
Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η κυκλοφορία των εγγράφων δεν αναμένεται να ανατρέψει την ήδη διαμορφωμένη κατανόηση της υπόθεσης, ούτε να φέρει στο φως συνταρακτικές αποκαλύψεις.
Παρ’ όλα αυτά, οι ερευνητές εντόπισαν ορισμένες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες. Ένα από τα έγγραφα αφορά τον πρώην λοχαγό του στρατού των ΗΠΑ και πληροφοριοδότη της CIA, Τζον Γκάρετ Άντερχιλ Τζούνιορ. Σύμφωνα με απόσπασμα του αριστερού πολιτικού περιοδικού «Ramparts» από τον Ιούνιο του 1967, ο Άντερχιλ είχε δηλώσει ότι «μια μικρή ομάδα εντός της CIA ήταν υπεύθυνη για τη δολοφονία» και ότι φοβόταν για τη ζωή του. Λιγότερο από έξι μήνες αργότερα, βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του στην Ουάσινγκτον, με την επίσημη αιτία θανάτου να χαρακτηρίζεται ως αυτοκτονία.
Ένα άλλο έγγραφο εστιάζει στον Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ, αναφέροντας ότι η KGB τον παρακολουθούσε στενά κατά την παραμονή του στη Σοβιετική Ένωση. Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο Όσβαλντ δεν ήταν καλός σκοπευτής όταν έκανε ασκήσεις στη Σοβιετική Ένωση.
Επίσης, αποκαλύφθηκε επιστολή που στάλθηκε το 1978 από έναν άνδρα με το όνομα Σέργκι Τζόρνοντοχ στη Βρετανική Πρεσβεία. Ο Τζόρνοντοχ ισχυρίστηκε ότι είχε κρατηθεί στο Λονδίνο στις 18 Ιουλίου 1963 και είχε ενημερώσει τις Αρχές για τον Όσβαλντ, λέγοντας ότι σχεδίαζε να σκοτώσει τον πρόεδρο. Ανέφερε επίσης ότι είχε προειδοποιήσει τον αμερικανό αντιπρόξενο, Τομ Μπλάκσιρ, για τις προθέσεις του Όσβαλντ να αυτομολήσει στη Ρωσία.
Η κυκλοφορία των εγγράφων είχε προαναγγελθεί από τον Τραμπ, ο οποίος, σε εκδήλωση στο Κένεντι Σέντερ, δήλωσε ότι όλα τα αρχεία θα δίνονταν στη δημοσιότητα την Τρίτη. Η Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας συγκάλεσε έκτακτη σύσκεψη, για να εξετάσει τις αποχαρακτηρισμένες πληροφορίες και τις πιθανές επιπτώσεις τους.
Παρά τις διαβεβαιώσεις του Τραμπ ότι τα έγγραφα θα κυκλοφορούσαν χωρίς περικοπές, πολλές σελίδες παραμένουν λογοκριμένες, γεγονός που προκάλεσε απογοήτευση. Η Καρολάιν Λέβιτ, γραμματέας Τύπου του Λευκού Οίκου, δήλωσε ειρωνικά ότι «όποιος ξαφνιάζεται από αυτή την κυκλοφορία, είτε δεν παρακολουθεί είτε είναι εσκεμμένα αδαής».
Ο Λάρι Σαμπάτο, διευθυντής του Κέντρου Πολιτικής του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια, σχολίασε ότι η πληρότητα των αρχείων θα χρειαστεί πολύ χρόνο για να αξιολογηθεί. Ο Τζέφερσον Μόρλεϊ, αντιπρόεδρος του Ιδρύματος Μέρι Φέρελ (Mary Ferrell Foundation), που έχει στόχο τη μελέτη των εγγράφων σχετικών με τη δολοφονία του Κένεντι, χαρακτήρισε τη δημοσίευση «ενθαρρυντική αρχή», αλλά υπογράμμισε ότι τα δύο τρίτα των αρχείων που υποσχέθηκε η κυβέρνηση Τραμπ δεν έχουν ακόμη αποχαρακτηριστεί.
Ιστορικοί, όπως ο Ντέιβιντ Γκάροου, εκφράζουν επιφυλάξεις σχετικά με τη σημασία των νέων εγγράφων, χαρακτηρίζοντάς τα «δυσνόητα». Παράλληλα, επισημαίνουν ότι μεταξύ των αρχείων βρίσκονται και έγγραφα που σχετίζονται με τις δολοφονίες του Ρόμπερτ Κένεντι και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.
Η υπόθεση της δολοφονίας του Τζον Φ. Κένεντι συνεχίζει να προκαλεί έντονο ενδιαφέρον και να τροφοδοτεί θεωρίες συνωμοσίας, παρά την πρόσφατη δημοσιοποίηση των αρχείων. Ο Τραμπ, κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας, είχε δεσμευτεί για την πλήρη αποχαρακτηρισμένη κυκλοφορία τους, αλλά τότε είχαν παραμείνει κάποια υπό περιορισμό. Τον Ιανουάριο υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα για την πλήρη αποδέσμευσή τους, κάτι που δεν έχει ακόμη επιτευχθεί πλήρως.
Η Υπηρεσία Εθνικών Πληροφοριών κατέθεσε στον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ τις προτάσεις της για τη δημοσιοποίηση των εγγράφων για τη δολοφονία του προέδρου Τζον Φ. Κένεντι.
Το Γραφείο του Διευθυντή Εθνικών Πληροφοριών (ODNI) έστειλε την περασμένη εβδομάδα στον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ τις προτάσεις του για το ποια απόρρητα έγγραφα θα μπορούσε να δημοσιοποιήσει, σχετικά με τη δολοφονία του πρώην προέδρου Τζον Φ. Κένεντι, το 1963.
Ο Τραμπ είχε υποσχεθεί προεκλογικά ότι θα έδινε στη δημοσιότητα τα απόρρητα έγγραφα και τους φακέλους των υπηρεσιών επιβολής του νόμου για τη δολοφονία του 35ου προέδρου των ΗΠΑ, καθώς πολλοί αμφισβητούν την επίσημη εκδοχή των Αρχών μέχρι και σήμερα.
Για τη δολοφονία του Κένεντι στο Ντάλας του Τέξας θεωρήθηκε τότε υπεύθυνος ένας και μόνο ένοπλος, ο Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ. Το υπουργείο Δικαιοσύνης και άλλες ομοσπονδιακές υπηρεσίες επαναβεβαίωσαν αυτό το συμπέρασμα τις επόμενες δεκαετίες. Ωστόσο, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι πολλοί Αμερικανοί πιστεύουν ότι ο θάνατός του ήταν το αποτέλεσμα μιας ευρύτερης συνωμοσίας.
Ο Τραμπ, αμέσως μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, υπέγραψε μια εντολή για τον αποχαρακτηρισμό των απόρρητων αρχείων, ενώ υποσχέθηκε να δημοσιοποιήσει και τα έγγραφα που αφορούν στις δολοφονίες του αγωνιστή για τα πολιτικά δικαιώματα Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ και του γερουσιαστή Ρόμπερτ Κένεντι – αμφότεροι δολοφονήθηκαν το ίδιος έτος, το 1968. Ο Τραμπ έχει δώσει πάντως μεγαλύτερο χρονικό περιθώριο για να καταρτιστεί ένα σχέδιο για το πώς και ποια από αυτά τα αρχεία θα αποχαρακτηριστούν.