Η Wall Street Journal εμφανίζεται ιδιαίτερα ευοίωνες οικονομικές προβλέψεις για το 2021, παρά την δύσκολη χρονιά που φτάνει στο τέλος της.
Οι περισσότερες υφέσεις ξεκινούν όταν η αύξηση των επιτοκίων δανεισμού ή οι πιέσεις στις οικονομικές αγορές μειώνουν τη ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών, πυροδοτώντας και αύξηση της ανεργίας, η οποία με τη σειρά της περιορίζει ακόμη περισσότερο τη ζήτηση. Η τρέχουσα, όμως, ξεκίνησε από ένα φυσικό φαινόμενο, ανάλογο ενός κυκλώνα ή ενός σεισμού, που δημιούργησε εμπόδια στην προσφορά αγαθών και υπηρεσιών.
Στο τέλος τέτοιου είδους καταστροφών, συνήθως ακολουθεί ανάκαμψη σε σχήμα V. Όμως στην προκειμένη περίπτωση, η μεγαλύτερη και πιο μακροχρόνια καταστροφή που έχει σημειωθεί εδώ και έναν αιώνα, δεν έχει τελειώσει ακόμη. Από τη στιγμή που η πανδημία δεν έχει τεθεί υπό έλεγχο, οι περιορισμοί της ανθρώπινης δραστηριότητας και η κοινωνική αποστασιοποίηση όχι μόνο δεν έχουν αρθεί, αλλά έχουν γίνει ακόμη πιο αυστηροί.
Αυτοί οι περιορισμοί μειώνουν και τις καταναλωτικές δαπάνες. Η IHS Markit εκτιμά ότι η ατομική κατανάλωση έχει πέσει στο 7% κάτω από το στοιχειώδες επίπεδο όπως ορίζεται από τους μισθούς και τα ημερομίσθια, τις κυβερνητικές δαπάνες, την ακίνητη περιουσία, τα επιτόκια, τη φορολογία και τα δημογραφικά στοιχεία. Στη διάρκεια της ύφεσης του 2007-09, η ατομική κατανάλωση βρισκόταν κοντά στο στοιχειώδες επίπεδο.
Αν τα εμβόλια κριθούν αποτελεσματικά, ένα ερώτημα που παραμένει ανοιχτό μετά την εμφάνιση και της βρετανικής μετάλλαξης του κοροναϊού, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού ενδέχεται να έχουν εμβολιαστεί μέχρι το μέσον του έτους, επιτρέποντας την άρση των κανόνων κοινωνικής αποστασιοποίησης. Το ενδεχόμενο οι καταναλωτικές δαπάνες να επιστρέψουν στο στοιχειώδες επίπεδο μέχρι το τέλος του έτους δεν είναι εκτός πραγματικότητας (αν και η πρόβλεψη της IHS δεν αναφέρει κάτι τέτοιο). Αυτό θα ωθούσε την ανάπτυξη στις ΗΠΑ στο 5% εντός του 2021, δηλαδή στην καλύτερη επίδοση που έχει καταγραφεί από το 1984.
Μια διαχείριση που δεν θυμίζει καμία άλλη
Στις περισσότερες χώρες του πλανήτη, συμπεριλαμβανομένης ακόμη και της παραδοσιακά διστακτικής προς τις επιδοματικές πολιτικές Αμερικής, οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν την ύφεση διοχετεύοντας τεράστια οικονομικά πακέτα στήριξης στην αγορά και κυρίως στους πολίτες που έχουν τεθεί σε αναστολή.
Παρά το γεγονός ότι αυτές οι πολιτικές φαίνονται σε πρώτη φάση να επιβαρύνουν τους κρατικούς προϋπολογισμούς με υπέρογκα ποσά, δημιουργώντας ανησυχίες για την επόμενη μέρα, η πραγματική εικόνα είναι πιο ευοίωνη, αναφέρει η WSJ.
Από τη μία πλευρά, φαίνεται πως, για παράδειγμα στις ΗΠΑ, το συνολικό κόστος αυτών των πολιτικών είναι μικρότερο σε σχέση με τους αρχικούς φόβους, αφού τα επιδόματα αφορούν κυρίως πιο χαμηλόμισθους εργαζόμενους, που πληρώνουν αντιστοίχως χαμηλότερους φόρους. Παράλληλα, η υγειονομική κρίση έχει «χτυπήσει» δυσανάλογα τις εταιρείες παροχής υπηρεσιών, που επιβαρύνονται με χαμηλότερους φόρους σε σχέση με την πώληση αγαθών.
Από την άλλη, η πρωτόγνωρη οικονομική στήριξη συνεπάγεται ότι, με την άρση των περιορισμών, δεν αποκλείεται οι καταναλωτικές και κεφαλαιακές δαπάνες να εκτιναχθούν.
Προς το παρόν τα σημάδια δεν είναι βαθιά
Πολλές φορές οι υφέσεις προκαλούν μακροχρόνιες βλάβες, εξαφανίζοντας επιχειρήσεις και μαζί τους τις σχέσεις τους με τους πελάτες, τους προμηθευτές και τους εργαζόμενους, οι οποίες είναι δύσκολο να επαναδημιουργηθούν. Παράλληλα, οδηγούν ορισμένους πολίτες στην ανεργία για τόσο μεγάλο διάστημα, ώστε να τους ωθήσουν εκτός αγοράς εργασίας.
Είναι ακόμη νωρίς, όμως υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτή τη φορά τα σημάδια δεν θα είναι βαθιά. Οι χρεοκοπίες συνήθως αυξάνονται όταν η ανεργία εκτινάσσεται, αυτή τη φορά όμως κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα. Αν και η πραγματική εικόνα θα καταστεί ορατή μετά το τέλος των κρατικών επιδομάτων και των διευκολύνσεων κατά την καταβολή ενοικίων, δημοσιονομικά μέτρα όπως η υποστήριξη σε δανειολήπτες, αλλά και η παροχή μη επιστρεπτέων δανείων από αρκετές κυβερνήσεις ενδέχεται να σώσουν πολλούς ανθρώπους και επιχειρήσεις από τις αιτήσεις χρεοκοπίας.
Εξάλλου, πολλές από τις θέσεις εργασίας που «χάθηκαν» ελέω κοροναϊού, αναμένεται να αναγεννηθούν με την επιστροφή μας στην κανονικότητα. Για παράδειγμα, η Goldman Sachs εκτιμά ότι το 60% των θέσεων εργασίας που χάθηκαν στις ΗΠΑ αφορούν τομείς ευάλωτους στην πανδημία, με την πλειοψηφία τους να ανακτώνται μετά τον εμβολιασμό επαρκούς μερίδας του πληθυσμού.