Για μια παγκόσμια πρόκληση που κανένα κράτος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει από μόνο του, μίλησε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, στη σημερινή του ομιλία στην Ολομέλεια της Συνόδου Κορυφής του ΟΗΕ για την διαχείριση προσφυγικών-μεταναστευτικών μετακινήσεων μεγάλης κλίμακας, τονίζοντας πως «αν ως διεθνής κοινότητα αποτύχουμε να υποστηρίξουμε αυτή την προσπάθεια, οι κοινωνικές αλλά και πολιτικές συνέπειες θα γίνουν αισθητές παντού».
«Σε αυτή την πρόκληση ο ελληνικός λαός -παρά το ότι αντιμετωπίζει μια βαθιά οικονομική κρίση -απαντά κάθε μέρα εδώ και ενάμιση χρόνο με μία μόνο απάντηση: "Ναι, είναι το καθήκον μας"», υπογράμμισε ο πρωθυπουργός.
«Την αντιμετωπίσαμε όταν 1,2 εκατομμύρια μετανάστες και πρόσφυγες εισήλθαν στη χώρα μας. Την αντιμετωπίσαμε όταν λόγω μονομερών ενεργειών άλλων έκλεισαν τα βόρεια σύνορά μας. Την αντιμετωπίζουμε προσπαθώντας να υποστηρίξουμε τους περίπου 60.000 εγκλωβισμένους στην Ελλάδα πρόσφυγες, καθώς και αυτούς που συνεχίζουν να έρχονται. Καθώς η Υπηρεσία Ασύλου μας -η οποία δεν υπήρχε καν πριν τρία χρόνια- διαχειρίζεται τον τέταρτο μεγαλύτερο αριθμό αιτήσεων ασύλου στην Ευρώπη. Καθώς οι Αρχές μας, μαζί με τις ευρωπαϊκές και τις τουρκικές Αρχές, προσπαθούν να εφαρμόσουν τη δύσκολη αλλά απαραίτητη Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας. Μια συμφωνία που οδήγησε σε δραστική μείωση των ροών και -το πιο σημαντικό- των θανάτων στο Αιγαίο Πέλαγος. Μια συμφωνία η οποία αντικαθιστά την παράτυπη, επικίνδυνη διαδρομή προς την Ευρώπη με μια νόμιμη μέσω της διαδικασίας της επανεγκατάστασης» πρόσθεσε.
«Οι προκλήσεις στην Ελλάδα είναι πολλές- μεταξύ άλλων η ενίσχυση της φύλαξης των συνόρων και της διαδικασίας παροχής ασύλου. Αλλά μπορούν να λειτουργήσουν μονάχα στη βάση του διαμοιρασμού της ευθύνης, και της αλληλεγγύης», επισήμανε ο πρωθυπουργός, υπογραμμίζοντας στην συνέχεια ότι «χρειάζεται οι δεσμεύσεις που έγιναν προς την Ελλάδα, να τηρηθούν. Να υποστηριχθεί η Υπηρεσία Ασύλου μας από πολύ περισσότερο ευρωπαϊκό προσωπικό ασύλου. Να μετεγκατασταθούν από την Ελλάδα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες πολλοί περισσότεροι πρόσφυγες. Την ίδια στιγμή, πρέπει να ενισχύσουμε τη συνεργασία μας με ασιατικές και αφρικανικές χώρες προέλευσης και διέλευσης, ώστε μεταξύ άλλων να διασφαλίσουμε την επιστροφή όσων δεν χρήζουν διεθνούς προστασίας».
Ο πρωθυπουργός στην αρχή της ομιλίας του ευχαρίστησε θερμά τον ΓΓ του ΟΗΕ για τη σημερινή σημαντική του πρωτοβουλία καθώς και για την υποστήριξη των Ηνωμένων Εθνών προς την Ελλάδα.
Χαρακτήρισε τη μεγάλη μετακίνηση προσφύγων και μεταναστών ως μια παγκόσμια πρόκληση που κανένα κράτος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει από μόνο του.
«Είτε θα καταφέρουμε να τη διαχειριστούμε συλλογικά, ολοκληρωμένα και στη βάση των αξιών μας είτε θα αποτύχουμε. Το χειρότερο, δε, είναι ότι δεν αντιμετωπίζουμε σήμερα μόνο τον κίνδυνο να αποτύχουμε στην αντιμετώπιση της πρόκλησης αυτής αλλά και να προδώσουμε τις αξίες μας στην προσπάθεια αυτή», επισήμανε χαρακτηριστικά ο κ. Τσίπρας.
Προσέθεσε δε, ότι «πουθενά δεν είναι αυτό πιο ξεκάθαρο από ό,τι στην Ευρώπη. Μια Ευρώπη ταραγμένη από τις μεγαλύτερες μεταναστευτικές πιέσεις από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και από τις συνέπειες της φτώχειας, της καταπίεσης και του πολέμου στην ευρύτερη γειτονιά της. Μια Ευρώπη που αναρωτιέται κατά πόσο είναι ακόμα δυνατόν να διασφαλίσει την κοινωνική συνοχή και την ασφάλεια των πολιτών της, χωρίς να παραβιάσει το Διεθνές Δίκαιο και συγκεκριμένα τη Συνθήκη της Γενεύης».
«Αν δεν συμφωνήσουμε -με τη σημερινή Διακήρυξη- σε μία ισχυρή προσπάθεια να αντικαταστήσουμε τις επικίνδυνες μεταναστευτικές διαδρομές με άλλες νόμιμες και ανθρωπιστικές, αν δεν αντιμετωπίσουμε τις γενεσιουργά αίτια της μετανάστευσης, αν δεν επιταχύνουμε τη μετεγκατάσταση προσφύγων σε χώρες ανά τον κόσμο που δύνανται να τους φιλοξενήσουν, θα αποτύχουμε», επισήμανε ο πρωθυπουργός, προσθέτοντας «και το χειρότερο, θα δώσουμε χώρο σε εθνικιστικές, ξενοφοβικές δυνάμεις να δείξουν το πρόσωπό τους. Για πρώτη φορά από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο», και καταλήγοντας στην ομιλία του «σήμερα στην Ελλάδα δοκιμάζεται η πρόκληση της ανθρώπινης και αποτελεσματικής διαχείρισης προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών. Αν ως διεθνής κοινότητα αποτύχουμε να υποστηρίξουμε αυτή την προσπάθεια, οι κοινωνικές αλλά και πολιτικές συνέπειες θα γίνουν αισθητές παντού».