17
Δεκεμβρίου
2016
- 11:04
Τελευταία τροποποίηση στις 24 Ιανουαρίου, 2021 - 15:16
Όπως αναφέρει ο κ. Παπαδημούλης, «η ελληνική κυβέρνηση κατάφερε να πετύχει τους στόχους της για το 2016, με την υπερ-απόδοση των κρατικών εσόδων και το υψηλό πλεόνασμα να δίνει τη δυνατότητα στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να προβεί σε κινήσεις ανακούφισης των χαμηλοσυνταξιούχων.
Είναι αυτονόητο η κυβέρνηση να επιχειρεί κάτι τέτοιο, σε μια κοινωνία που επί έξι χρόνια βρίσκεται αντιμέτωπη με πολύ μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, με τις προηγούμενες κυβερνήσεις να έχουν περικόψει 12 φόρες τις συντάξεις από το 2010, με το ΑΕΠ να έχει μειωθεί πάνω από 30%, με μια υψηλότατη ανεργία που διαμορφώθηκε μεταξύ 2010-2014, και με ένα πολύ σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού να διαβιεί σε συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Τα έκτακτα μέτρα της ελληνικής κυβέρνησης είναι το λιγότερο που κάνει, και που οφείλει να κάνει, για να ανακουφίσει έστω και προσωρινά, ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας».
«Την ίδια στιγμή», τονίζει, «η ελληνική κυβέρνηση παλεύει να εξηγήσει τα αυτονόητα στο ΔΝΤ και τη Γερμανία, αναφορικά με τα νέα μέτρα λιτότητας που προτείνει το Ταμείο, και τις συνεχείς δηλώσεις του Γερμανού Υπουργού Σόιμπλε για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Από το 2010 μέχρι και σήμερα, το ΔΝΤ έχει αποτύχει πλήρως στις εκτιμήσεις του για την ελληνική οικονομία, κάτι το οποίο παραδέχθηκε εκπρόσωπός του φέτος το καλοκαίρι, σημειώνοντας επίσης πως το μείγμα πολιτικής που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα από την πλευρά του Ταμείου όξυνε περαιτέρω τα ήδη μεγάλα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή, δεν το εμποδίζει να ζητά νέες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, άρνηση να αποδεχθεί και να σεβαστεί το ευρωπαϊκό κεκτημένο αναφορικά με την αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, κινούμενο πάντα στο ίδιο πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής που το ίδιο το Ταμείο χαρακτήρισε "αποτυχημένο".
Αναφορικά με τη στάση της Γερμανίας, ο κ. Παπαδημούλης σημειώνει ότι «κανείς δεν θα μπορούσε να περίμενε πιο ανεύθυνη και υποκριτική συμπεριφορά από τον αρμόδιο Υπουργό Οικονομικών Βόλφγκαγκ Σόιμπλε». «Είναι», προσθέτει, «ο πολιτικός, ο οποίος επιχείρησε να βγάλει την Ελλάδα από την Ευρωζώνη πέρυσι το καλοκαίρι, ο οποίος δεν αναγνωρίζει την μεγάλη μεταρρυθμιστική προσπάθεια της κυβέρνησης και την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, επιχειρώντας διαρκώς να αμφισβητεί τη συμφωνία και να τονίζει πως το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος, αλλά το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας».
Η ελληνική οικονομία πρέπει να γίνει πιο ανταγωνιστική, υπογραμμίζει ο κ. Παπαδημούλης, σημειώνοντας ωστόσο ότι αυτό «προαπαιτεί μια σειρά βασικών οικονομικών πολιτικών τις οποίες πεισματικά -και μεροληπτικά- αρνείται να αναγνωρίσει ο Σόιμπλε, όπως η μείωση της φορολογίας και μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2018 και μετά». «Είναι βέβαιο ότι η ελληνική οικονομία δεν θα γίνει πιο ανταγωνιστική ούτε με τη διατήρηση των πλεονασμάτων στο 3,5% τα επόμενα χρόνια, ούτε με πρόσθετες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, ούτε με μείωση των δαπανών του κοινωνικού κράτους», αναφέρει χαρακτηριστικά.