Την οργή της αντιπολίτευσης προκάλεσε η συνέντευξη του Παύλου Πολάκη, για τις φονικές πυρκαγιές στην Ανατολική Αττική.
«Αποτελεσματικά λειτούργησε το σύνολο των μηχανισμών του κράτους, όσο και αν ο τελικός αριθμός των θυμάτων «θολώνει» την εικόνα», είπε χαρακτηριστικά ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας.
Σε ανακοίνωσή της η Νέα Δημοκρατία τονίζει πως «ο κ. Πολάκης έπρεπε να είχε αποπεμφθεί χθες, γιατί δεν νοείται άνθρωπος να προσβάλει νεκρούς».
Αναλυτικά αναφέρει: «Η ύβρις του κ. Πολάκη ότι οι νεκροί στο Μάτι «θολώνουν την εικόνα» των επιδόσεων της Κυβέρνησης, επιβεβαιώνει τον κυνισμό που διατρέχει την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και την επιχείρηση συγκάλυψης που βρίσκεται σε εξέλιξη», αναφέρει σε ανακοίνωσή της η ΝΔ και προσθέτει: «Ο κ. Πολάκης έπρεπε να είχε αποπεμφθεί χθες, γιατί δεν νοείται άνθρωπος να προσβάλει νεκρούς. Όμως είναι εκεί για να στηρίζει και να εκτελεί οδηγίες του Πρωθυπουργού. ‘Αλλωστε, οι ευθύνες έχουν ονοματεπώνυμο: Αλέξης Τσίπρας».
Από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος Τύπου του Κινήματος Αλλαγής, Παύλος Χρηστίδης, σχολίασε, μιλώντας στο ΘΕΜΑ FM 104,6: «Η συνέντευξη του κ. Πολάκη με αυτό που αναφέρεται και δεν τολμούμε να το επαναλάβουμε, είναι ντροπιαστική δεν μπορεί να στέκεται αυτός ο άνθρωπος ως Υπουργός Υγείας όταν βγαίνει και λέει αυτά τα πράγματα. Αυτά είναι αντιλήψεις μιας πολύ σκληρής προπαγάνδας ενός ανθρώπου που δεν θα έπρεπε να είναι μέλος οποιασδήποτε κυβέρνησης».
Η συνέντευξη Πολάκη
Στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Παύλος Πολάκης εξηγεί ότι την ημέρα της φονικής πυρκαγιάς, εκκενώθηκε συνολικός πληθυσμός 13.500 ανθρώπων από την περιοχή και μεταξύ αυτών απομακρύνθηκαν με ασφάλεια από τον κίνδυνο 1.200 παιδιά από κατασκηνώσεις και 1.000 περίπου άτομα εγκλωβισμένα σε παραλίες.
Ωστόσο, ο Π. Πολάκης παραδέχεται ότι «λάθη και αστοχίες μπορεί να έγιναν μέσα στο ξεδίπλωμα της γιγαντιαίας αυτής επιχείρησης έκτακτης ανάγκης, αλλά ακόμα κι αυτά θα αξιολογηθούν και θα αποδοθούν ευθύνες (όπου υπάρχουν) αμέσως μετά το πέρας της γενικής κατάστασης συναγερμού», η οποία συνεχίζεται.
Ερωτηθείς για την ΠΟΕΔΗΝ, η οποία υποστηρίζει ότι οι πρώτοι νεκροί από την πυρκαγιά είχαν μεταφερθεί στο Σισμανόγλειο πριν την ενημέρωση του Συντονιστικού, ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας εξηγεί πως «μετά την επίσημη διαπίστωση για νεκρό σε κάποιο νοσοκομείο, η διαδικασία ενημέρωσης από τον γιατρό υπηρεσίας στον διευθυντή του και από εκεί στη διοίκηση του νοσοκομείου και από τη διοίκηση στην αντίστοιχη ΥΠΕ και τέλος στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου, χρειάζεται ένα εύλογο χρονικό διάστημα».
Η διοίκηση της ΠΟΕΔΗΝ δεν νομιμοποιείται να υποστηρίζει όλα αυτά τα ανυπόστατα, κυρίως γιατί λογοδοτεί σε κομματικά γραφεία και όχι στον ελληνικό λαό, αναφέρει ο κ. Πολάκης και διερωτάται αν η αυτονόητη «ενεργοποίηση του μηχανισμού Διαχείρισης Μαζικών Απωλειών Ζωής για προετοιμασία υποδομών και χώρων για τα νεκρά θύματα της πυρκαγιάς -παρά την τραγικότητα της- συνιστά πρόβλημα άξιο να καταγγελθεί».
«Την ώρα δε που δοκιμάζονταν σκληρά τα αντανακλαστικά του συστήματος Υγείας, ο πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ Μιχάλης Γιαννακός, αντί να βοηθήσει δια του θεσμικού του ρόλου, «έφερνε βόλτες» έξω από το Σιμανόγλειο για να καταγράφει τις ώρες διακομιδών τραυματιών για να ΄χει να λέει την επομένη μέρα. Ο ανθρώπινος πόνος και ο θάνατος δεν μπορεί ποτέ να αποτελεί μέσο πολιτικής επίπλευσης ακόμα και για πολιτικούς «φελλούς»», αναφέρει ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας και παραθέτει στοιχεία για τη λειτουργία των υγειονομικών υπηρεσιών το κρίσιμο βράδυ της Δευτέρας.
Σύμφωνα με αυτά, στα Κέντρα Υγείας της Ραφήνας, Σπάτων και Νέας Μάκρης, εργαζόταν πριν την εκδήλωση της καταστροφικής πυρκαγιάς συνολικά 183 άτομα προσωπικό, εκ των οποίων τα 86 ήταν γιατροί. Τα 10 από τα πιο σοβαρά περιστατικά τέθηκαν απρόσκοπτα σε νοσηλεία σε κρεβάτια εντατικής (ΜΕΘ) από το πρώτο βράδυ. «Όλοι αντιμετωπίστηκαν με υποδειγματικό θα έλεγα τρόπο. Μέσα από τη διαδικασία αυτή σώθηκαν δεκάδες ανθρώπινες ζωές ή αποσοβήθηκαν μόνιμες βλάβες» επισημαίνει ο αν. υπουργός Υγείας.
Τέλος, ο Παύλος Πολάκης, εξηγεί ότι οι δομές παραμένουν σε διαρκή ετοιμότητα στην περιοχή και ήδη «οι πληγέντες από τις πυρκαγιές που δέχτηκαν βοήθεια στο σπίτι τους, μιας και παραμένει ακόμα δύσκολο να μετακινούνται, μέχρι και την 31-7-2018 ανέρχονται συνολικά σε 267 άτομα».