Οι «φουστανελάδες» ξεκίνησαν από τον Λευκό Πύργο και με συνοδεία μουσικής θα περιπλανηθούν στο κέντρο της πόλης, προτού καταλήξουν στην πλατεία Αριστοτέλους.
fwto4.jpg
Τα Ρουγκάτσια είναι ένα από τα ωραιότερα Ρουµλουκιώτικα έθιμα (Ρουμλούκι=ονομασία της ευρύτερης περιοχής επί τουρκοκρατίας) που τελούνται έως και σήμερα µε κάποιες παραλλαγές σε σχέση µε το παλιό τυπικό. Πρόκειται για µία ομάδα φουστανελοφόρων που φέρουν σπαθιά και κατά την περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς περιφέρονται στα χωριά του κάμπου χορεύοντας µε τους ήχους των ζουρνάδων και του νταουλιού.
Επί τουρκοκρατίας αδυνατώντας οι τουρκικές αρχές να αστυνομεύσουν τις περιοχές από επιθέσεις ληστών ανέθεταν σε ομάδες Ελλήνων να προφυλάξουν τους κατοίκους. Αυτοί ήταν νέοι από χωριά της περιοχής οι οποίοι γύριζαν τις μέρες του 12ημέρου τα χωριά τα οποία και προστάτευαν και ως αντίτιμο των υπηρεσιών τους εισέπρατταν δώρα. Οι χωρικοί σε ένδειξη ευχαριστίας πλήρωναν τα ρουγκάτσια με ό,τι είχε ένα σπίτι τότε (κρέας, καλαμπόκι, σιτάρι, κρασί κ.α.).
Κύριος σκοπός της τέλεσης του εθίμου ήταν η συγκέντρωση χρημάτων, παλαιότερα γεννημάτων, που τα προσφέρει ο νοικοκύρης του κάθε σπιτιού που επισκέπτονται, σαν ενίσχυση για την οικοδόμηση νέου ναού ή την συντήρηση παλαιού, πολλές φορές δε και σχολικού κτιρίου στο χωριό από το οποίο κατάγονται οι χορευτές της ομάδας.
Το να είσαι “ρουγκατσάρης” θεωρούνταν μεγάλη τιμή, είχες την ευλογία της εκκλησίας. Σε περίπτωση που δύο διαφορετικές ομάδες αντάμωναν έπρεπε η μια να δηλώσει υποταγή στην άλλη περνώντας κάτω από τις πάλες (σπαθιά) τις άλλης. Επειδή καμία δεν δέχονταν να το κάνει μονομαχούσαν μέχρι θανάτου. Τα Ρουγκάτσια είναι από τα λίγα παλαιά ομαδικά έθιμα που συνεχίζουν να τελούνται έως και σήμερα σε χωριά του κάμπου της Κεντρικής Μακεδονίας, αλλά και σε άλλες περιοχές της χώρας μας. Διοργανώνονται το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων από αρκετούς χορευτικούς και πολιτιστικούς συλλόγους και παρά τις όποιες καινοτομίες που έχουν εισαχθεί, δεν παύουν να µας συνδέουν µε το παρελθόν και την μακραίωνη παράδοση και να αποτελούν µία ακόμη επιβεβαίωση της συνέχειας του Ελληνισμού.