Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024 -

Ο πραγματικός λόγος θανάτωσης του πιο δυνατού πνεύματος της Αρχαιότητας, του Σωκράτη



70 ετών ο Σωκράτης παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Αθηναϊκού δικαστηρίου για να αντιμετωπίσει τρεις κατηγορίες: Ότι δεν αναγνωρίζει τους θεούς της πόλης, ότι παρουσιάζει νέες θεότητες και ότι με τη διδασκαλία του διαφθείρει τους νέους.

Σύμφωνα με την υπεράσπισή του, όπως την αφηγείται ο Πλάτωνας, σε σύγχρονους όρους θα λέγαμε ότι κατηγορήθηκε σαν άθεος, βλάσφημος και λαοπλάνος.

Οι κατηγορίες δεν ήταν καινούργιες καθώς ο Σωκράτης είχε ήδη τη φήμη, από χρόνια πριν, κάποιου που προσβάλει τα θεία και «ερευνά με περιττό ζήλο τα φαινόμενα που συμβαίνουν κάτω από τη γη και στον ουρανό, και τα άδικα λόγια τα κάνει να φαίνονται δίκαια, και αυτά τα διδάσκει και στους άλλους».

Ο Αριστοφάνης στις Νεφέλες, τον παρουσιάζει να έχει ιδρύσει σχολή όπου αμείβεται για να προσφέρει υπηρεσίες διδασκαλίας στην τέχνη της εξαπάτησης, συνήθως για να αποφεύγουν οι μαθητές του την αποπληρωμή των χρεών τους. Είναι ένας ρακένδυτος, ασκητικός δάσκαλος, πεινασμένος και με παντελή αδιαφορία για τα τεκταινόμενα της πραγματικής ζωής. Ο κωμικός ποιητής Εύπολις από την άλλη, τον παρουσίαζε σαν κλέφτη και σαν έναν πάμπτωχο πολυλογά, που δεν ήξερε από πού θα προέλθει το επόμενο γεύμα του.

 

Ο φιλόσοφος λοιπόν ήταν γνωστός στην Αθήνα, και προφανώς δεν είχε και την καλύτερη δημόσια εικόνα, αφού μια τέτοια φημολογία αναπαράγονταν όχι μόνο από ποιητές αλλά και από πιο άσημους πολίτες (άγνωστοι ήταν και οι κατήγοροι στη δίκη του: Μέλητος, Λύκων και Άνυτος – μόνο ο τελευταίος είχε κάποια πολιτική επιρροή). Η εχθρότητα εναντίον του Σωκράτη μπορεί να ανιχνευτεί στο γεγονός ότι ο Αλκιβιάδης και ο Κριτίας ήταν μαθητές του, και οι δύο μισητά από τους Αθηναίους πρόσωπα.

Ο Κριτίας ήταν ένας από τους Τριάκοντα Τύραννους που, μετά την ανατροπή της δημοκρατίας που ακολούθησε την ήττα της Αθήνας κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, ανέλαβαν την εξουσία και εγκαθίδρυσαν μια κυβέρνηση τρόμου, με θανατώσεις και καταδίκη σε εξορία πολλών δημοκρατικών. Ο Αλκιβιάδης ήταν αυτός που είχε πείσει τους Αθηναίους να πολεμήσουν τους Σπαρτιάτες στην Εκστρατεία της Σικελίας – είχε δηλαδή κάνει με τα λόγια του «το λάθος να φαίνεται για σωστό» – που τους οδήγησε στην καταστροφή του στόλου, στον θάνατο πολλών Αθηναίων και στην εγκαθίδρυση της Τυραννίας.

Αργότερα, πρόδωσε την Αθήνα πολεμώντας στο πλευρό των Σπαρτιατών. Και επειδή οι άνθρωποι δε θέλουν να αναλαμβάνουν οι ίδιοι τις ευθύνες για τις πράξεις τους, οι Αθηναίοι κατηγόρησαν τον Σωκράτη για την κακή συμβουλή που τους έδωσε ο Αλκιβιάδης και για τις πολιτικές ακρότητες του Κριτία, οι οποίοι ήταν ήδη νεκροί, αφήνοντας τον φιλόσοφο να σηκώσει το βάρος της ηθικής ενοχής (έχει πραγματικά ο δάσκαλος την ευθύνη για τις πράξεις των μαθητών του;). Ο Ξενοφώντας στα Απομνημονεύματα γράφει: «ο κατήγορος είπε ότι ο Κριτίας και ο Αλκιβιάδης, σύντροφοι του Σωκράτη, έκαναν το μεγαλύτερο κακό στην πόλη.

Γιατί ο Κριτίας ήταν ο πιο άπληστος και βίαιος απ’ όλους τους ολιγαρχικούς και ο Αλκιβιάδης ο πιο ακόλαστος και ασελγής απ’ όλους τους δημοκρατικούς». Κακή φήμη είχαν και άλλοι από τον κύκλο του Σωκράτη, όπως ο Χαρμίδης, και ο Φαίδρος με τον Ερυξίμαχο που είχαν κατηγορηθεί για την ιερόσυλη πράξη του ακρωτηριασμού των Ερμών. Εξάλλου, την εποχή που δικάστηκε ο Σωκράτης (399π.Χ.) δεν ήταν σπάνιες οι διώξεις πνευματικών ανθρώπων αν υπήρχε υποψία αντιδημοκρατικότητας, και η κατηγορία της αθεΐας ήταν συχνή σε αυτό το πλαίσιο. Στο μυαλό των αρχαίων Αθηναίων, η νίκη στη μάχη εξασφαλίζονταν με δύο τρόπους: με τη βοήθεια των θεών και με την αφοσίωση των πολεμιστών στην πόλη. Άρα η κατηγορία της διαφθοράς των νέων και της προσβολής των θείων ήταν πολύ σοβαρή, και πολύ κοντινή στην προδοσία.

Η επιμονή του Σωκράτη να μην ασχολείται με την πολιτική, που συνεπαγόταν και την μη εμπλοκή του στην δημοκρατική επανάσταση που έριξε την Τυραννία και επανέφερε τη δημοκρατία, δεν του χάρισε πολλούς φίλους μεταξύ των Αθηναίων, οι οποίοι δεν μπορούσαν να είναι σίγουροι ποιες ήταν οι πολιτικές πεποιθήσεις του φιλοσόφου. Πάντως, ακόμα και δεδομένης της σχέσης του με τον Κριτία, δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι συνεργάστηκε με τους Τυράννους, αντιθέτως, στην Απολογία του περιγράφει πώς οι Τύραννοι προσπάθησαν να τον εμπλέξουν στη σύλληψη κάποιου Λέοντα για να τον σκοτώσουν, όπου αυτός αρνήθηκε κάθε συνεργασία μαζί τους και «έφυγε και πήγε σπίτι του», με κίνδυνο τη ζωή του.

Αναφέρει επίσης το μοναδικό περιστατικό όπου κατέλαβε αξίωμα της πόλης, όταν διετέλεσε βουλευτής «και έτυχε να πρυτανεύει η δική μας η φυλή, η Αντιοχίς» όταν, τους δέκα στρατηγούς που δεν μάζεψαν τους ναυαγούς μετά από ναυμαχία, οι οργισμένοι Αθηναίοι ήθελαν να τους δικάσουν όλους μαζί, ενώ ο νόμος έλεγε να δικαστούν χωριστά. Μόνο ο Σωκράτης αντέδρασε για να μην παρανομήσουν, αν και έτσι κινδύνευσε με φυλάκιση ή ακόμα και με θάνατο. «Και αυτά συνέβαιναν ενώ ακόμα υπήρχε δημοκρατία στην πόλη» προσθέτει, κάτι που μάλλον δεν βοήθησε την υπόθεσή του, αφού οι δικαστές ίσως δεν αρέστηκαν στην απόρριψη της δημοκρατικότητας του τότε πολιτεύματος (αυτό που την ίδια στιγμή τον δίκαζε), αλλά και ούτε θα ήθελαν να θυμούνται μια τέτοια άσχημη στιγμή του παρελθόντος τους. Καθ’ όλη τη διάρκεια της απολογίας του ο Σωκράτης είναι εριστικός και ειρωνικός, είτε όταν εξετάζει τον κατήγορό του Μέλητο είτε όταν απευθύνεται στους δικαστές.

Αργότερα, όταν έχει την ευκαιρία να προτείνει εναλλακτική ποινή από τη θανατική, αντί ποινής λέει ότι οι Αθηναίοι οφείλουν να του χαρίσουν ισόβια δωρεάν σίτιση στο Πρυτανείο, μία μεγάλη τιμή που η πόλη χάριζε στους ολυμπιονίκες. Ίσως να τον συνέφερε να τους κολακέψει, αλλά αργότερα θα πει «δε μου φαίνεται ότι είναι δίκαιο να παρακαλεί κανείς τον δικαστή, ούτε παρακαλώντας τον να αθωώνεται, αλλά εξηγώντας του και πείθοντάς τον».

Ο Σωκράτης χειρίζεται την κατηγορία της αθεΐας με καθαρό λόγο και αρκετά εύκολα. Δεν χρειάζεται παρά να δείξει ότι οι δύο πρώτες κατηγορίες αλληλοαποκλείονται. Πώς γίνεται να είναι άθεος και ταυτόχρονα να προσπαθεί να εισάγει νέες θεότητες στην πόλη; Εξάλλου άθεος, λέει, προφανώς δεν είναι, αφού αυτό θα σήμαινε να πιστεύει πως ο ήλιος είναι μόνο μια πέτρα και η σελήνη σαν τη γη, κάτι που παρουσιάζει σαν τόσο ακραίες θέσεις, που αποκλείεται να τις πίστευε. Τόσο περίεργα πράγματα είναι αυτά, λέει, που τα βιβλία που τα γράφουν (του Αναξαγόρα) μπορούν να αγοραστούν από την ορχήστρα του θεάτρου με μία δραχμή.

Και πώς γίνεται, συνεχίζει, να μιλάει για νέες θεότητες ενώ είναι άθεος; Οι θεότητες θεωρούνταν παιδιά των θεών – ποιος μπορεί λοιπόν να πιστεύει ότι υπάρχουν θεότητες αλλά όχι θεοί; Είναι σαν να πιστεύεις «ότι υπάρχουν μουλάρια, αλλά όχι άλογα και γαϊδούρια»[1]σελ.53, ότι υπάρχει ιππασία αλλά όχι άλογα ή αυλητική τέχνη αλλά όχι αυλητές.

Δεν έχουμε ιστορικά ντοκουμέντα της δίκης από την πλευρά των κατηγόρων, μόνο την απολογία του Σωκράτη (σε δύο εκδοχές, του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα), οπότε δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πώς αντιμετωπίστηκαν τα επιχειρήματα του Σωκράτη από τους αντιπάλους του, και δεν μπορούμε να ξέρουμε ποια από αυτά, και κατά πόσο, έπεισαν τους δικαστές. Ο αναγνώστης της Απολογίας πάντως, μάλλον πείθεται εύκολα από αυτό το κομμάτι της υπεράσπισης. Και ο ίδιος ο Σωκράτης θεωρεί ότι έχει αποδειχθεί η αθωότητά του για αυτήν την κατηγορία («Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να αποδείξω με περισσότερα επιχειρήματα ότι δεν ευσταθεί η κατηγορία του Μέλητου. Αρκούν αυτά που είπα» και «Δεν αποδείχτηκε ότι θυσίαζα σε κάποια καινά δαιμόνια αντί στον Δία…ούτε ότι ορκιζόμουν ή πίστευα άλλους θεούς».

Εξάλλου, συνεχίζει, και ο κατήγορός του ο Μέλητος και όποιος άλλος ήθελε, μπορούσε να τον δει να θυσιάζει «στις κοινές γιορτές πάνω στους δημόσιους βωμούς». Μην ξεχνάμε όμως ότι το ακροατήριο αποτελούνταν από Αθηναίους που ήταν γνώστες της κακοφημίας του Σωκράτη ότι χρησιμοποιεί την ρητορική για να κάνει το σωστό να μοιάζει λάθος και το λάθος σωστό. Όταν λοιπόν προσπάθησε να πείσει ότι το κατηγορητήριο από μόνο του αντιφάσκει και αυτοακυρώνεται, ίσως τους φάνηκε πως, άλλη μια φορά, επιχείρησε να δείξει το σωστό σαν λάθος˙ αν και, σε αυτήν την περίπτωση, οι Αθηναίοι αποδεικνύονται υπερβολικά εύπιστοι όσον αφορά τα λεγόμενα του Μέλητου.

Ο Σωκράτης συνεχίζει για να αντικρούσει την επόμενη κατηγορία. Αναφέρει «κάποιους» να λένε ότι υπάρχει κάποιος Σωκράτης που με αυτά που λέει διαφθείρει τους νέους. Όταν, λέει, αυτοί ερωτώνται «τι κάνει και τι διδάσκει για να πετυχαίνει κάτι τέτοιο, δεν έχουν τι να απαντήσουν γιατί δεν ξέρουν». Για να μην φανεί η άγνοιά τους, λένε ό,τι πιο πρόχειρο έχουν να πουν γενικά για τους φιλοσόφους και τους σοφιστές: Πως «ερευνά ό,τι συμβαίνει στον ουρανό και κάτω από τη γη», ότι «δεν πιστεύει στους θεούς» και ότι «κάνει το λάθος να μοιάζει σωστό».

Αλλά ο Σωκράτης δεν αποδέχεται καν το ρόλο του δασκάλου, αφού δεν θεωρεί τον εαυτό του σοφό, και ούτε έπαιρνε χρήματα από όποιον ήθελε να τον ακούσει και να μιλήσει μαζί του. «Δεν υπήρξα ποτέ δάσκαλος κανενός…προσφέρομαι το ίδιο και σε πλούσιους και σε φτωχούς». Και όλοι αυτοί που τον άκουγαν με τη θέλησή τους, είτε γίνανε καλοί είτε κακοί, ο Σωκράτης δεν είναι υπεύθυνος, γιατί «ποτέ δεν υποσχέθηκα σε κανέναν τίποτα, ούτε δίδαξα κανένα μάθημα».

Αν ο Σωκράτης είχε κάτι να προσφέρει στους αρχαίους Αθηναίους, αυτό είναι η προτροπή να μην ασχολούμαστε πολύ με ακριβές απολαύσεις, συμφέροντα και αξιώματα, αλλά με την υγεία της ψυχής μας, τη φρόνηση και την αρετή, εξετάζοντας τους εαυτούς μας και τους άλλους. Ο ανεξέταστος βίος «είναι ζωή που δεν αξίζει να τη ζει άνθρωπος».

Όταν έβλεπε κάποιον να μην κάνει αυτά που πρέπει για να έχει ευτυχισμένη ζωή, αλλά να νοιάζεται μόνο για χρήματα, δημόσιες αγορεύσεις και τιμές: «Ερχόμουν κοντά του κι επιχειρούσα να τον πείσω να μη φροντίσει για καμιά άλλη υπόθεσή του πριν φροντίσει τον εαυτό του, πώς θα γίνει δηλαδή καλύτερος και συνετότερος, ούτε για τις υποθέσεις τις πόλης αλλά για την ίδια την πόλη, και για όλα τα άλλα να φροντίζει με αυτόν τον τρόπο.». «Πώς θα μπορούσα να διαφθείρω τους νέους συνηθίζοντάς τους στην υπομονή και τη λιτότητα;»

Αλλά και γιατί να επιχειρήσει να διαφθείρει τους νέους, ακόμα και αν μπορούσε; Αφού ξέρει πολύ καλά ότι κάποιος που γύρω του έχει κακούς ανθρώπους, βλάπτεται και ο ίδιος από αυτούς. Γιατί λοιπόν να δημιουργήσει από μόνος του κακούς ανθρώπους; Στο τέλος κακό στον εαυτό του θα έκανε. Συνεχίζει, προκαλώντας όποιον από τους παρόντες θεωρεί ότι τον διέφθειρε να ανεβεί στο βήμα και να τον κατηγορήσει. Που είναι όλοι αυτοί; Και πώς γίνεται να εμφανίζονται στη δίκη τόσοι πολλοί φίλοι του που υποστηρίζουν το αντίθετο, ότι τους ωφέλησε;

Ο Σωκράτης λοιπόν, πιστεύει πως η πραγματική αιτία που δικάζεται δεν είναι το κατηγορητήριό του, αφού κανένας στο δικαστήριο δεν μπορεί να αποδείξει ότι είναι άθεος, και οι κατήγοροι δεν μπόρεσαν να εμφανίσουν κάποιον που υποτίθεται ότι αυτός διέφθειρε. Δεν αναφέρεται πάντως στους Κριτία και Αλκιβιάδη, αν και σίγουρα ήξερε ότι οι Αθηναίοι τον κατηγορούσαν συγκεκριμένα για τις πράξεις αυτών των δύο.

Αναφέρεται όμως εκτενώς στην κακή φήμη που είχε αποκτήσει άδικα, και «αυτό είναι που θα με καταστρέψει, αν με καταστρέψει…οι συκοφαντίες και ο φθόνος των πολλών»[1]σελ.55, όχι ο Μέλητος και οι υπόλοιποι. Έτσι, βρίσκεται αναγκασμένος να μάχεται με σκιές, αφού δεν υπάρχει κανένας συγκεκριμένος να παρουσιαστεί και να απαντήσει στις ερωτήσεις του. Τις συκοφαντίες διέδιδαν γνωστά πρόσωπα της πόλης, όπως κωμικοί και ποιητές (όπως ο Αριστοφάνης), που παρουσίασαν μια διαστρεβλωμένη εικόνα του στο κοινό. Άλλοι, έστω και φίλοι του, τον εκθείαζαν για αυτά που έλεγε με αποτέλεσμα «να μου βγει το όνομα ότι είμαι σοφός».

Η αληθινή αιτία της δίκης του, κατά τον Σωκράτη, είναι που πέρασε όλη του τη δημόσια ζωή ντροπιάζοντας αυτούς που θεωρούν τον εαυτό τους σοφό ενώ δεν είναι, μια συνήθεια που γέννησε πολλές έχθρες. Μια συνήθεια που μετέδωσε και σε άλλους: «Οι νέοι που με ακολουθούν με τη θέλησή τους…πολλές φορές με μιμούνται κι αυτοί. Προσπαθούν έπειτα να εξετάσουν κι άλλους. Και βρίσκουν, όπως φαίνεται, μεγάλη αφθονία από ανθρώπους που νομίζουν ότι γνωρίζουν κάτι, ενώ λίγα πράγματα μόνο γνωρίζουν ή και τίποτα. Τότε όσοι εξετάζονται, εξοργίζονται μ’ εμένα αλλά όχι μ’ εκείνους.

Λένε μάλιστα ότι υπάρχει κάποιος άθλιος Σωκράτης που διαφθείρει τους νέους». Αφορμή και έναυσμα για τον Σωκράτη στο να γυρίζει τους δρόμους της πόλης κάνοντας ερωτήσεις και συζητώντας με γνωστούς και αγνώστους, ήταν μια ερώτηση που έκανε ο φίλος του ο Χαιρεφώντας στην Πυθία. Την είχε ρωτήσει «αν υπάρχει σοφότερος από τον Σωκράτη» και αυτή απάντησε ότι «κανένας δεν είναι σοφότερος».

Ο ίδιος όμως δεν θεωρούσε τον εαυτό του σοφό. («Εγώ ξέρω πως δεν είμαι καθόλου σοφός». Πώς έγινε λοιπόν και η Πυθία έδωσε τέτοια απάντηση; Είναι δυνατόν να κάνει λάθος; Για να ελέγξει λοιπόν το μαντείο, έψαξε αρχικά έναν που όλοι τον λέγανε σοφό πολιτικό και τον ρώτησε για τα θέματα που υποτίθεται ότι κατείχε. «Μου φάνηκε ότι αυτός ο άνδρας φαινόταν σοφός και σε πολλούς άλλους ανθρώπους και προπάντων στον εαυτό του, ενώ δεν ήταν. Και έπειτα προσπαθούσα να του αποδείξω ότι νόμιζε πως ήταν σοφός, ενώ δεν ήταν. Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως με αντιπάθησε και αυτός και πολλοί από τους παρόντες.»

Συνέχισε πηγαίνοντας σε ποιητές και τραγωδούς για να μην αφήσει ανεπιβεβαίωτο τον χρησμό. Ακόμα και οι χειροτέχνες (καλλιτέχνες) επειδή ήταν καλοί και σοφοί σε αυτό που έκαναν (στην τέχνη τους) νόμιζαν πως η σοφία τους επεκτεινόταν και σε όλες τις γνώσεις, ενώ όχι μόνο δεν ήταν σοφοί σε όλα τα πράγματα, αλλά και σε αυτά που γνώριζαν καλά, δεν μπορούσαν να απαντήσουν από πού προέρχεται αυτή τους η γνώση. Και όπως συμπεραίνει και από τον διάλογό του με τονΊωνα («περί Ιλιάδος»), οι ποιητές, όταν δημιουργούν, δεν δημιουργούν από μόνοι τους, η σοφία δεν προέρχεται από αυτούς, αλλά γίνονται δίαυλοι της σοφίας του θεού και όργανα της υπαγόρευσης της θείας έμπνευσης που τους καταλαμβάνει.

Άρα λοιπόν, αφού βρήκε ότι κανένας από τους Αθηναίους δεν είναι σοφός (ακόμα και αυτοί που θεωρούνται σοφοί από τους άλλους και τους ίδιους), αφού ο ίδιος δεν θεωρεί τον εαυτό του σοφό και αφού ο χρησμός της Πυθίας αποκλείεται να είναι λάθος, το συμπέρασμα που βγάζει είναι πως η σοφία που κατέχει, είναι αυτή ακριβώς η γνώση της άγνοιάς του.

Οπότε συμπέρανε ότι ο ίδιος είναι σοφότερος από όλους, γιατί οι άλλοι νομίζουν ότι γνωρίζουν ενώ δεν γνωρίζουν τίποτα σπουδαίο, ενώ ο Σωκράτης, δεν γνωρίζει τίποτε βέβαια, αλλά ούτε και νομίζει ότι γνωρίζει. «Ο θεός μόνο είναι πράγματι σοφός» λέει ο Σωκράτης˙ η δικιά του σοφία είναι μόνο η ανθρώπινη σοφία («πράγματι ίσως να την κατέχω αυτή τη σοφία». Και ποια είναι αυτή; Αυτή ακριβώς η συνειδητοποίηση ότι δεν είναι σοφός. Γι’ αυτό και του αποδόθηκε η φράση (που δεν είπε ο ίδιος) «ένα ξέρω μόνο, ότι δεν γνωρίζω τίποτα».