Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων βγαίνουν με ένα μόνο θέμα. Ιούλιος του 1996 και ένα τρομερό έγκλημα έρχεται στο φως της δημοσιότητας...
Πατέρας σκότωσε με τσεκούρι τον πρωτότοκο γιο του, τον κατακρεούργησε και στη συνέχεια πυρπόλισε τα κομμάτια του άψυχου σώματος.
Ο Απόστολος Κοσμάς, στέκεται απέναντι από τους δικαστές και δεν μπορεί να συγκρατήσει τους λυγμούς του. Η μία του πρόταση απέχει τουλάχιστον 5 λεπτά από την επόμενη. Δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυα του, δεν μπορεί να σταθεί όρθιος, καταρρέει.
«Πώς μπόρεσα να σκοτώσω το παιδί μου; Είμαι εγκληματίας; Μήπως είμαι τρελός; Καλύτερα να είχα αυτοκτονήσει» Το ακροατήριο και οι δικαστές είναι συγκλονισμένοι. Είναι η μόνη δίκη που έχει μόνο θύματα, όχι θύτη. Η υπόθεση διαφορετική από κάθε άλλη.
Πατέρας σκοτώνει με τσεκούρι τον γιο του. Τον πρωτότοκο, που λάτρευε, που θα έδινε τη ζωή του για αυτόν, που η μοίρα παίζοντας άσχημο παιχνίδι μαζί τους, διέλυσε μια αγαπημένη οικογένεια, αφήνοντας πίσω μόνο ψυχικά ερείπια.
«Είχα μεγάλη αδυναμία στο παιδάκι μου. Ήταν ο πρωτότοκος. Ήταν έξυπνος, χαρισματικός αλλά...». Σε αυτό το «αλλά» ο πατέρας δεν αντέχει και ξεσπάει σε λυγμούς. Καταρρέει, το ίδιο και η μητέρα και τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας.
Η δίκη διακόπτεται. Μηχανολόγος, οικογενειάρχης, δεν έδωσε ποτέ δικαιώματα, το ίδιο και τα παιδιά του. Τι ήταν αυτό που έσπρωξε το χέρι του, να χτυπήσει με τσεκούρι το γιο του, την ώρα που κοιμόταν.
Ο πρωτότοκος γιος του Βαγγέλης ήταν σχιζοφρενής και ο πατέρας μην αντέχοντας άλλο την κατάσταση στις 7 Ιουλίου του 1996 τον σκότωσε στον ύπνο του με τσεκούρι. Στη συνέχεια πήρε το άψυχο κορμί του γιου του και το μετέφερε στο εξοχικό της οικογένειας στον Κάλαμο, όπου και το πυρπόλησε.
Την επόμενη μέρα πήγε πάλι στον Κάλαμο και ό,τι απέμεινε από το πτώμα, το έκοψε με πριόνι και το φόρτωσε σε σακούλες για να το πετάξει αλλού!
Ο Βαγγέλης ήταν το καμάρι της οικογένειας. Μέχρι την ηλικία των 15, που άρχισε να ακούει φωνές στο μυαλό του. Βασανιζόταν, γινόταν επιθετικός, ξεσπούσε στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Η οικογένεια ήταν πλούσια, δεν σκέφθηκε ούτε στιγμή τα χρήματα για τη θεραπεία του παιδιού τους.
Αλλά θεραπεία δεν υπήρχε. Ο Βαγγέλης χειροτέρευε ημέρα με την ημέρα. Ήταν ήρεμος, μόνος όταν κοιμόταν υπό την επήρεια των φαρμάκων.
Η απολογία του πριν από την ποινή «λύγισε» ακόμη και τους σκληρούς δικαστές που δάκρυζαν ακούγοντας τη συγκλονιστική ιστορία, το δράμα της οικογένειας Κοσμά που εξελίχθηκε σε μια απίστευτη τραγωδία. «Σκοπός μου ήταν να φτιάξω μια σωστή οικογένεια». Αυτά ήταν τα πρώτα του λόγια. Τα επόμενα θα αργήσουν, αφού κλαίει συνεχώς και δεν μπορεί να σταματήσει.
Όταν συνέρχεται, συνεχίζει: «Είχα αδυναμία στο παιδάκι μου. Ήταν ο πρωτότοκος. Ήταν έξυπνος και χαρισματικός. Στα 15 του χρόνια εκδήλωσε τα πρώτα συμπτώματα. Οι γιατροί είπαν ότι περνάει έντονη εφηβεία. Ίσως κι εμείς να το ζορίσαμε, με το σχολείο, τα Γερμανικά, τα Αγγλικά, το πιάνο...
Πέντε χρόνια μετά, ήμουν μόνος στο σπίτι κι έρχεται το παλικάρι μου και μου λέει ότι ένας γείτονάς μας μπαίνει στο μυαλό του και του υπαγορεύει τι να κάνει. "Το κεφάλι μου πονάει. Θα τον σκοτώσω" μου λέει».
Ο Βαγγέλης ήταν ένα ευφυέστατο παιδί, όπως παραδέχθηκε και ο ψυχίατρός του, αλλά η σχιζοφρένεια παρανοϊκού τύπου με ανεξέλεγκτη επιθετικότητα άλλαξε τελείως τη ζωή του. Τον Αύγουστο του 1989 εισάγεται σε ψυχιατρείο. Ο πατέρας κλαίγοντας λέει:
«Είδα να τον πιάνουν τέσσερις-πέντε μαζί. Τον δένουν και τον κλείνουν σε ένα υπόγειο για ένα μήνα. Ήταν βαριά περίπτωση. Το παιδάκι μου ζητάει να βγει. Δεν αντέχει άλλο εκεί μέσα. Δεν αντέχω κι εγώ. Υπογράφω. Τον παίρνω στο σπίτι. Υπ' ευθύνη μου. Πάμε σε γιατρό. Βρίσκουμε τη σωστή φαρμακευτική αγωγή. Είναι καλά».
Ο πατέρας του υποσχέθηκε να μη ξανακλείσει τον Βαγγέλη στο ψυχιατρείο. Τον παρακολουθεί γιατρός στο σπίτι. Ακολουθεί φαρμακευτική αγωγή, φίλοι του πατέρα τον παίρνουν στη δουλειά, για να ζει μια φυσιολογική ζωή. Μπλέκει με ελαφρά ναρκωτικά, κάτι που χειροτερεύει τη κατάστασή του, αρχίζει και ψάχνει να αγοράσει όπλα με τα χρήματα που κερδίζει.
Στο σπίτι η κατάσταση μοιάζει με κόλαση. Χτυπάει τη μητέρα του και τα αδέλφια του. Σταματάει την φαρμακευτική αγωγή. Οι κραυγές ακούγονται όλη τη μέρα στο σπίτι.
Τη μοιραία μέρα ο Βαγγέλης απειλεί τον πατέρα του: «Αν μέχρι να γυρίσω δεν μου έχεις βρει λεφτά για όπλα, θα σε σκοτώσω» του λέει. Ο Απόστολος Κοσμάς πάει δύο φορές στην αστυνομία προκειμένου να μεταφερθεί ο γιος του στο ψυχιατρείο.
Καταλαβαίνει πια ότι η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου. Και τις δύο φορές, όμως, ο Διοικητής λείπει. Επιστρέφει στο σπίτι και ο Βαγγέλης τον απειλεί. Στο σημείο αυτό η κατάθεση του κατηγορουμένου σταματάει, δεν αντέχει άλλο. Ψάχνει εναγωνίως στην τσέπη τα χάπια του, υποφέρει από την καρδιά του.
«Τα υπόλοιπα διαβάστε τα μόνοι σας», λέει. Οι λεπτομέρειες άλλωστε της δολοφονίας ήταν γνωστές.
Δεν μπορεί να σταματήσει να κλαίει, νιώθει δυσφορία και λύνει τη γραβάτα του. Πίνει το χάπι του και σιγά σιγά συνέρχεται: «Πώς μπόρεσα να σκοτώσω το παιδί μου; Είμαι εγκληματίας; Μήπως είμαι τρελός; Καλύτερα να είχα αυτοκτονήσει». Ζητάει μόνο μια χάρη.
«Δώστε μου μια άδεια. Να πάω κι εγώ στον τάφο του παιδιού μου. Να κλάψω. Δεν έχω πάει ποτέ...», ενώ δίνει μία υπόσχεση: «Αν βγω από τη φυλακή, θα βοηθήσω τα παιδάκια που έχουν την ίδια αρρώστια με τον Βαγγέλη μου».
Ο Απόστολος Κοσμάς, όμως, δεν πρόλαβε να βγει από τη φυλακή. Η εξασθενημένη καρδιά του τον πρόδωσε και λίγο καιρό μετά και όντας ακόμη έγκλειστος, θα φύγει από τη ζωή έπειτα από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Έτσι, γράφτηκε το τέλος μιας οικογενειακής τραγωδίας που συγκλόνισε τότε την κοινή γνώμη κι εξακολουθεί να συζητείται ακόμη και σήμερα.