Κρυφές περικοπές, σκόπιμες καθυστερήσεις και εμπόδια «φτωχοποιούν» ακόμα περισσότερο τον ασφαλισμένο που θα συνταξιοδοτηθεί με το νέο σύστημα ο οποίος για να αποχωρήσει λίγα χρόνια νωρίτερα θα πρέπει να ακριβοπληρώσει την εξαγορά πλασματικών ετών.
Επιπλέον θα πάρει μειωμένη προσωρινή σύνταξη η οποία θα συρρικνώνεται περαιτέρω αν η σύνταξη είναι αναπηρική ή χορηγείται πρόωρα.
Για μειωμένη, δηλαδή, σύνταξη απονέμεται προσωρινή ύψους 288 ευρώ. Και αυτό θα συμβεί με δεδομένο ότι επιμηκύνεται αντί να λιγοστεύει ο χρόνος αναμονής για την έκδοση των συντάξεων. Στελέχη των ταμείων εκτιμούν ότι εξαιτίας της αλλαγής του τρόπου υπολογισμού των συντάξεων η καθυστέρηση στην απονομή της σύνταξης μπορεί να παραταθεί ένα χρόνο ακόμα, δηλαδή συνολικά τρία χρόνια.
Ειδικότερα, αυστηροποιούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση προσωρινής σύνταξης. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι δε μπορεί να χορηγηθεί προσωρινή σύνταξη αν δεν έχει ολοκληρωθεί η αναγνώριση-εξαγορά των πλασματικών ετών που προϋποθέτει καταβολή χρημάτων. Επιπλέον οι προσωρινές συντάξεις θα κυμαίνονται μεταξύ 384 και 768 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι θα υποστούν μειώσεις κατά 30% υψηλόμισθοι του Ιδιωτικού τομέα, ΔΕΚΟ και τραπεζών που δικαιούνταν με το προηγούμενο καθεστώς προσωρινή σύνταξη ίση με το 80% της οριστικής σύνταξης που θα τους χορηγηθεί. Σε πολλές περιπτώσεις η προσωρινή σύνταξη έφτανε και τα 1200 ευρώ.
Στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας, το ποσό της προσωρινής σύνταξης διαμορφώνεται κατ’αντιστοιχία. Συνεπώς, σε συνταξιούχους με ποσοστό αναπηρίας από 67% έως 79,99% θα χορηγείται το 75% της προσωρινής σύνταξης. Σε συνταξιούχους με ποσοστό αναπηρίας από 50% έως και 69,99% θα χορηγείται το 50% της προσωρινής σύνταξης.
Στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης λόγω θανάτου, η προσωρινή σύνταξη που διαμορφώνεται σύμφωνα με τα ανωτέρω χορηγείται σε ποσοστό 50% και το ποσό επιμερίζεται μεταξύ των δικαιοδόχων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα ποσοστά επιμερισμού της σύνταξης.
Με την παρ. 2 του ασφαλιστικού Κατρούγκαλου θεσπίζεται ρητά ότι η προσωρινή σύνταξη που θα καταβληθεί σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ποσού της εθνικής σύνταξης που αντιστοιχεί σε 20 έτη ασφάλισης, ούτε και να υπερβαίνει το διπλάσιο αυτής, όπως διαμορφώνεται κάθε φορά.
Συγκεκριμένα, όπως ορίζεται στην παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 4387/2016, η εθνική σύνταξη διαμορφώνεται στο ποσό των 384 ευρώ για 20 έτη ασφάλισης και ως εκ τούτου η καταβαλλόμενη προσωρινή σύνταξη θα κυμαίνεται από 384 έως 768 ευρώ. Αυτά τα όρια ισχύουν μόνο στις περιπτώσεις λήψης πλήρους σύνταξης λόγω γήρατος ή αναπηρίας.
Σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος δικαιούται μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος, το ανώτατο και κατώτατο όριο μειώνεται ανάλογα, βάσει των προβλεπόμενων κατά περίπτωση ποσοστών μείωσης. Συνεπώς, σε περίπτωση μειωμένης σύνταξης λόγω γήρατος τα ποσά των 384 και 768 ευρώ μειώνονται κατά 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται για τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης.
Ενδεικτικά παραδείγματα για τη μείωση των προσωρινών συντάξεων παραθέτει η επιστημονική ομάδα της ΕΝΥΠΕΚ του καθηγητή Αλέξη Μητρόπουλου.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 1
Σε περίπτωση μειωμένης σύνταξης λόγω γήρατος στα 62 με συντάξιμες αποδοχές 800 ευρώ και 20 έτη ασφάλισης, το ποσό της σύνταξης θα ανέρχεται σε 511-30%= 357,70 ευρώ και συνεπώς η προσωρινή θα κυμαίνεται όχι πάνω από 268,80 ευρώ!
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 2
Σε περίπτωση μειωμένης σύνταξης λόγω αναπηρίας με ποσοστό αναπηρίας 70%, το κατώτατο και ανώτατο όριο προσωρινής σύνταξης διαμορφώνεται σε 288 και 576 ευρώ αντίστοιχα.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 3
Σε περίπτωση συνταξιοδότησης λόγω θανάτου, όπου η προσωρινή σύνταξη καθορίζεται στο ποσοστό 50% της προκύπτουσας προσωρινής σύνταξης, το κατώτατο και ανώτατο όριο της προσωρινής σύνταξης διαμορφώνεται σε 192 και 384 ευρώ αντίστοιχα.