Η κύρια ευθύνη για τα δεκάδες κρούσματα ιλαρά σε γιατρούς και νοσηλευτές ανήκει στις διοικήσεις των νοσοκομείων του ΕΣΥ αλλά και στους ίδιους τους επαγγελματίες της υγείας.
Ο λόγος είναι αφενός ότι η ενίσχυση του εμβολιασμού γενικά στο ανθρώπινο δυναμικό των νοσκομείων είναι αρμοδιότητα των επικεφαλής τους. Αφετέρου και περα απο τις "εντολές" της διοίκησης, οι γιατροί και οι νοσηλευτές είναι εκείνοι που οφείλουν να θωρακίσουν τον οργανισμό τους.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ), τουλάχιστον 35 γιατροί και νοσηλευτές, έχουν νοσήσει απο ιλαρά και χρειάστηκε να νοσηλευτούν εξαιτίας επιπλοκών.
Παραμένει άγνωστος ο αριθμός των περιστατικών στο υπόλοιπο υγειονομικό προσωπικό των νοσοκομείων, δηλαδή σε τεχνολόγους εργαστηρίων, φύλακες, καθαρίστριες και άλλους.
Το μεγαλύτερο φορτίο της λοιμώδους μεταδοτικής νόσου σηκώνουν τα νοσοκομεία της Αττικής και ιδίως τα παιδιατρικά νοσοκομεια, το Θριάσιο, τον Ευαγγελισμό, τον Ερυθρό Σταυρό, το Σισμανόγλειο και άλλα. Αυτό ίσως εξηγείται από το γεγονός ότι υπάρχουν περίπου 700 κρούσματα της νόσου σε πληθυσμούς Ρομά στο λεκανοπέδιο και στις όμορες περιοχές της νότιας Ελλάδας.
Ένα επίσης θέμα είναι πως οι ασθενείς με ιλαρά πολλές φορές δεν γνωρίζουν πως νοσούν. Σε "θύματα" της νόσου, όπως δείχνουν τα στοιχεία του ΚΕΕΛΠΝΟ, μετατρέπονται όσοι είναι εντελώς ανεμβολίαστοι ή όσοι ειναι ατελώς εμβολιασμένοι, δηλαδή έχουν λάβει τη μία δόση του εμβολίου. Οπως προκύπτει από τα στοιχεία του ΚΕΕΛΠΝΟ, η πλειονότητα των εργαζομένων στο ΕΣΥ που εκδήλωσε ιλαρά δεν είχε λάβει τη δεύτερη δόση του εμβολίου.
Το θέμα των εμβολιασμών στα νοσοκομεία είναι αντικείμενο της Επιτροπής Λοιμώξεων, η οποία οφείλει να ενημερώνει για την αναγκαιότητα των εμβολίων, πχ στην παρούσα συγκυρία για την ιλαρά και για τη γρίπη, και να εμβολιάζει το προσωπικό.