Στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσιπρας καθώς και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μετά την έξοδο από τα Μνημόνια αναφέρεται σε άρθρο της με τίτλο «Τα πρόγραμμα διάσωσης τελείωσαν» η Wall Street Journal.
Σε δημοσίευμα της Wall Street Journal με τίτλο, « η Ελλάδα επιστρέφει στις θυελλώδεις αγορές.» επισημαίνεται «η δυσκολία του Αλέξη Τσίπρα έγκειται στο ότι η Ελλάδα έχει αποκοπεί από τα δάνεια διάσωσης την ώρα που οι αγορές ομολόγων γίνονται ξανά ασταθείς μετά από πολλά χρόνια».
Η Ελλάδα, τονίζει το άρθρο, δεν έχει ανάγκη άμεσης προσφυγής στις αγορές αλλά «χρειάζεται να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των αγορών στα ομόλογά της αν πρόκειται να σταθεί οικονομικά στα πόδια της τα επόμενα χρόνια και να αποφύγει την επιστροφή στα δάνεια από τη Γερμανία και άλλες κυβερνήσεις χωρών της ευρωζώνης».
Το επιτόκιο του 10ετους ομολόγου βρίσκεται πάνω από το 4% που αποτελεί απαγορευτικό επίπεδο για τα στενά οικονομικά περιθώρια της χώρας. Η επιφυλακτικότητα των επενδυτών που πηγάζει εν μέρει από την αβεβαιότητα για το αν η Αθήνα θα πάει πίσω τη λιτότητα ενισχύεται από την οικονομική αστάθεια σε Τουρκία και Ιταλία.
Από την πλευρά του ο Αλέξης Τσίπρας, στην παρουσία του στη ΔΕΘ προσπάθησε να εμφανιστεί ότι ισορροπεί ανάμεσα στις επιθυμίες των ψηφοφόρων του και τις αγορές και τους πιστωτές της ευρωζώνης που δεν θέλουν αποκλίσεις από τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν στα οχτώ χρόνια των Μνημονίων.
«Παρά το τέλος των Μνημονίων, η Ελλάδα παραμένει η πιο εύθραυστη οικονομικά χώρα, ευάλωτη στην αστάθεια των αγορών» αναφέρει η Wall Street Journal.
Στο άρθρο της εφημερίδας, αναφέρεται ακόμα ότι θα αποδεχθεί δύσκολο για την Ελλάδα να ανακτήσει τις υψηλότερες βαθμίδες αξιολόγησης από τους οίκους μέσα στα επόμενα τρία χρόνια λόγω του χρέους και της ισχνής της ανάπτυξης επισημαίνοντας ότι κάτι τέτοιο δεν το έχει πετύχει ακόμα η Κύπρος που βγήκε από το πρόγραμμα το 2016 ενώ η Πορτογαλία το πέτυχε το 2017, τρία χρόνια μετά τη λήξη του δικού της προγράμματος.
«Η Ελλάδα έχασε την ευκαιρία της πρόσφατης περιόδου ευημερίας στην ευρωζώνη την προηγούμενη τριετία οπότε υπήρχε αρκετή ρευστότητα, ισχυρή ανάπτυξη και χαμηλές τιμές στην ενέργεια» τονίζει ο κ. Τσακλόγλου.