Την άνοιξη του 1979 ο 35χρονος Ν.Δ. πήγε στο σπίτι της 19χρονης Γ.Δ., σε ένα μικρό χωριό της Ηπείρου, για να τη ζητήσει σε γάμο. Το προξενιό είχε γίνει από έναν κοινό γνωστό των δυο οικογενειών. Αν και η διαφορά ηλικίας ήταν μεγάλη η 19χρονη είχε πει το «ναι» μιας και η ζωή της ως σύζυγος του Ν.Δ. προδιαγραφόταν καλή.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Εκείνος καταγόταν από χωριό γειτονικού νομού αλλά ζούσε στην Αθήνα, όπου εργαζόταν ως οικοδόμος. Και εκείνη ήθελε να φύγει από το χωριό και τις δυσκολίες του για να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή στην πρωτεύουσα.
Ο γάμος έγινε λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1979, και το ζευγάρι ξεκίνησε τον έγγαμο βίο στο σπίτι τους σε περιοχή της Νότιας Αττικής. Από τις πρώτες κιόλας ημέρες της κοινής τους ζωής ο 35χρονος έμοιαζε νευρικός και έκανε σκηνές ζηλοτυπίας. Η 19χρονη, ωστόσο, θεώρησε πως ήθελαν λίγο χρόνο για να γνωριστούν καλύτερα αλλά, σε καμία περίπτωση, δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα ακολουθούσε. Είχαν μόλις ένα μήνα παντρεμένοι όταν ο Ν.Δ. επέστρεψε σε έξαλλη κατάσταση στο σπίτι.
Απευθυνόμενος στη γυναίκα του της είπε πως έφτασαν στα αυτιά του «κουβέντες» πως είχε ερωτικές σχέσεις με συγγενικό της πρόσωπο. Εκείνη το αρνήθηκε κατηγορηματικά χωρίς, όμως, να καταφέρει να πείσει το σύζυγο της πως του έλεγε την αλήθεια.
Η συνέχεια έμελλε να σημαδέψει τη νεαρή κοπέλα για πάντα. Ο 35χρονος την κλείδωσε στο σπίτι και άρχισε να τη βασανίζει βάναυσα ζητώντας της να παραδεχτεί πως είχε εραστή. Την έδεσε χειροπόδαρα και την ξυλοκόπησε άγρια με γροθιές και κλωτσιές με αποτέλεσμα να της σπάσει το σαγόνι σε τρία σημεία. Και δεν σταμάτησε εκεί.
Πήρε ένα μαχαίρι και την κάρφωσε σε πολλά σημεία του σώματος της ενώ της σημάδεψε το πρόσωπο. Στο τέλος, της πέρασε μια θηλιά στο λαιμό και την απείλησε πως θα την πνίξει. Για σαράντα ολόκληρες ώρες η 19χρονη μαρτύρησε στα χέρια του συζύγου της και στο τέλος οι γείτονες ήταν αυτοί που την γλύτωσαν από τα χέρια του ανταποκρινόμενοι στις εκκλήσεις της για βοήθεια.
Η νεαρή κοπέλα μεταφέρθηκε σοβαρά τραυματισμένη στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύτηκε για τρεις ολόκληρους μήνες. Ο 35χρονος συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον της δικαιοσύνης η οποία πρωτόδικα τον καταδίκασαν σε ποινή φυλάκισης 3,5 ετών.
Τον Φεβρουάριο του 1980 ο Ν.Δ. κάθισε και πάλι στο εδώλιο προκειμένου να δικαστεί σε δεύτερο βαθμό κατηγορούμενος για επικίνδυνες σωματικές βλάβες, απειλές κατ’ εξακολούθηση, οπλοχρησία και παράνομη κατακράτηση.
«Ο "διάβολος" μπήκε μέσα στο μυαλό του πριν καν τελειώσει ο μήνας του μέλιτος» κατέθεσε στο δικαστήριο ένας οικογενειακός τους φίλος.
Όταν στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε η 19χρονη κοπέλα με δυσκολία άρθρωσε λίγες μόνο λέξεις. Έξι μήνες μετά τη φρίκη που έζησε ήταν ξεκάθαρο πως ακόμη βρισκόταν υπό το καθεστώς του φόβου. Συνεχώς έριχνε κλεφτές ματιές τρόμου στο εδώλιο όπου καθόταν ο βασανιστής σύζυγος της. Η κοπέλα επιβεβαίωσε πως για σχεδόν δυο εικοσιτετράωρα έζησε τη φρίκη μέσα στο ίδιο της το σπίτι και δήλωσε τυχερή που κατάφερε να γλιτώσει από το βάναυσο σύζυγό της.
Ο 35χρονος, στην απολογία του, εμφανίστηκε μετανιωμένος. Δεν είχε σκοπό, είπε, να βασανίσει τη σύζυγό του αλλά βγήκε εκτός εαυτού και δεν ήξερε τι έκανε. «Αγαπούσα τη γυναίκα μου. Και σήμερα την αγαπώ και για αυτή την αγάπη μου ξέφυγα από τα όρια. Έγινα έξω φρενών όταν έφτασαν στα αυτιά μου μισόλογα, υπονοούμενα διάφορων "φίλων" ότι η γυναίκα μου είχε ερωτικές σχέσεις με συγγενείς της», είπε ο κατηγορούμενος και επανέλαβε, για ακόμη μια φορά, πως δεν είχε σκοπό να κακοποιήσει τη σύζυγο του.
Ο εισαγγελέας της έδρας, στην αγόρευση του, ζήτησε την ενοχή του κατηγορούμενου όπως και πρωτόδικα.
Τελικά, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, έκρινε ένοχο τον 35χρονο οικοδόμο, χωρίς ωστόσο να του αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό και μειώνοντας την πρωτόδικη ποινή που του είχε επιβληθεί, τον καταδίκασε σε φυλάκιση 15 μηνών και του «έδειξε» το δρόμο για τις φυλακές Κορυδαλλού.