Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024 -

FT: Οι δανειστές πρέπει τώρα να κάνουν το χρέος τους



Καθώς η οικονομική ανάκαμψη αποκτά δυναμική ακόμα και στα πιο ταραγμένα τμήματα της ευρωπαϊκής περιφέρειας, η απελπιστική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα γίνεται όλο και πιο εμφανής, γράφουν στο κύριο σημερινό τους άρθρο οι Financial Times.

Σχεδόν ένα τέταρτο του εργατικού δυναμικού είναι χωρίς εργασία. Η ανάπτυξη «πάγωσε» στα τέλη του προηγούμενου έτους και οι επιχειρηματίες τραβούν χρήματα από τις τράπεζες. Η πρόσφατη επιδείνωση στην εμπιστοσύνη είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της διάχυτης αβεβαιότητας για τα επόμενα στάδια στο πρόγραμμα διάσωσης ύψους 86 δισ. ευρώ.

Ετσι, η συμφωνία που επετεύχθη την προηγούμενη εβδομάδα με τους επόπτες του προγράμματος βοήθειας έρχεται ως μεγάλη ανακούφιση. Η συμφωνία εστιάζει στον φόρο εισοδήματος και τις μεταρρυθμίσεις στις συντάξεις που η Αθήνα πρέπει να ενεργοποιήσει για να ξεκλειδώσει περαιτέρω βοήθεια.

Μετά τη Σύνοδο του ΔΝΤ, τέλη Απριλίου, επιστρέφει η τρόικα!

Θα πρέπει να ανοίξει το δρόμο για να πάρει η Ελλάδα περαιτέρω οικονομική βοήθεια πριν τον Ιούλιο, όταν υπάρχουν λήξεις χρέους άνω των 6 δισ. ευρώ, ποσό που σε διαφορετική περίπτωση θα «σακατέψει» την οικονομία.

Τα μέτρα, που θα διευρύνουν την φορολογική βάση και θα κάνουν το συνταξιοδοτικό κόστος περισσότερο βιώσιμο αξίζουν τον κόπο μεσοπρόθεσμα. Αν βάλουν τέλος στο αδιέξοδο, τονώσουν την εμπιστοσύνη μπορούν να αντισταθμίσουν τη μείωση στο εισόδημα. Ωστόσο αν και το περίγραμμα της συμφωνίας μεταξύ του δανεισμένου και των πιστωτών είναι τώρα καθαρό παραμένουν τεράστιες διαφορές που πρέπει να καλυφθούν μεταξύ των πιστωτών.

Από την αρχή της ελληνικής κρίσης χρέους οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης, ανυπόμονες να προστατεύσουν τις τράπεζες και τους φορολογουμένους απαιτούν διαρκώς από την Ελλάδα να πιάσει μη ρεαλιστικούς αισιόδοξους στόχους σε ανάπτυξη και πλεονάσματα αντί να αποδεχτούν την ανάγκη για περισσότερο γενναιόδωρη ελάφρυνση χρέους.

Κόντρα σε όλα τα προγνωστικά η Ελλάδα εμφανίζεται να έχει υπεραποδόσει στους στόχους του πρωτογενούς πλεονάσματος της περασμένης χρονιάς, αλλά το κοινωνικό κόστος της λιτότητας γίνεται όλο και περισσότερο απαράδεκτο.

Το ΔΝΤ έχει ξεκαθαρίσει ότι θεωρεί αυτά τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα μη διατηρήσιμα και κρίσιμη την περαιτέρω ελάφρυνση χρέους. Η επόμενη ερώτηση που πρέπει να απαντηθεί είναι πόσο θα πρέπει η χώρα να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μετά το 2018, οπότε το τρέχον πρόγραμμα διάσωσης αναμένεται να ολοκληρωθεί.

Αν το ΔΝΤ συμμετάσχει στο πρόγραμμα βοήθειας ως οικονομικός εταίρος-κάτι κρίσιμο για τη Γερμανία προκειμένου να εγκρίνει περαιτέρω βοήθεια- θα επιμείνει σε μια «αξιόπιστη στρατηγική για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας χρέους», όπως εκπρόσωπος του Ταμείου δήλωσε την Παρασκευή.

Αυτό ρίχνει το βάρος στις κυβερνήσεις της ευρωζώνης προκειμένου να βρουν τρόπους να μειώσουν τον όγκο του χρέους τους οποίους θα μπορούν να «πουλήσουν» στους ψηφοφόρους τους.

Μια νέα έκθεση που δημοσιοποίησε το Peterson Institute for International Economics δείχνει πόσο δυσάρεστες μπορεί να είναι οι επιλογές τους. Ο επικεφαλής συγγραφέας Jeromin Zettelmeyer, συμπεραίνει ότι υπό οποιοδήποτε εύλογο σενάριο η Ελλάδα θα χρειαστεί επιπλέον ελάφρυνση χρέους. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, ίσα ίσα χωρίς τις διαγραφές χρέους στις οποίες οι πρωτεύουσες της ευρωζώνης τόσο σθεναρά αντιστέκονται.

Αν όμως το Eurogroup χρησιμοποιήσει μόνο τα μέτρα που έχει ήδη πει πως εξετάζει (επεκτάσεις ωριμάνσεων και περίοδοι χάριτος), το χρέος της Ελλάδας θα συνεχίσει να αυξάνει τις επόμενες δεκαετίες πριν αρχίσει να αποκλιμακώνεται.

Μια τέτοια προσέγγιση και άλλες που μπορεί να έχουν νόημα, αλλά δεν έχουν ακόμα συζητηθεί, θα εμπεριέχουν πολιτικές προκλήσεις, για να το θέσουμε κομψά. Οι πιστωτές της Ελλάδας πρέπει να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα το δυνατόν νωρίτερα. Εχουν, όπως και η ελληνική κυβέρνηση, την ηθική υποχρέωση να βάλουν τέλος στα επαναλαμβανόμενα «διπλωματικά επεισόδια» καθώς η μια ή η άλλη πληρωμή πλησιάζει.

Η Ελλάδα έχει υποφέρει σχεδόν μια δεκαετία ύφεσης. Αντιμετωπίζει ακόμα τεράστιες προκλήσεις. Η διαρκής αβεβαιότητα γύρω από το πρόγραμμα διάσωσης ζημιώνουν τις επενδύσεις που θα μπορούσαν να βοηθήσουν την οικονομία να ανακάμψει.