Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024 -

Εντός της εβδομάδας ο νέος διαγωνισμός για ΔΕΣΦΑ



Παρά το γεγονός ότι η έκτακτη Γ.Σ των ΕΛΠΕ που θα δώσει το πράσινο φως για την πώληση του 35% που κατέχει ο όμιλος στο ΔΕΣΦΑ έχει οριστεί για τις αρχές Ιουλίου, σύμφωνα με πληροφορίες έχει δοθεί η απαραίτητη προέγκριση.

Το πράσινο φως των ΕΛΠΕ μαζί με τη χθεσινή τροπολογία που κατατέθηκε στη βουλή από το ΥΠΕΝ, ανοίγει το δρόμο ώστε, ακόμη και εντός της εβδομάδας, να βγει ο διαγωνισμός για την πώληση του 66% ΔΕΣΦΑ (35% από τα ΕΛΠΕ και 31% από απευθείας από το Δημόσιο). 

Σε ό,τι αφορά τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί, προβλέπεται η  εκδήλωση μη δεσμευτικού ενδιαφέροντος με χρονικό ορίζοντα μέχρι τα τέλη του καλοκαιριού, ενώ αμέσως μετά θα κληθούν οι ενδιαφερόμενοι που πληρούν τα κριτήρια του διαγωνισμού να καταθέσουν τις δεσμευτικές προσφορές τους.

Στη συνέχεια το ΤΑΙΠΕΔ θα ζητήσει βελτιωμένες προσφορές, ενώ η ανακήρυξη του προτιμητέου επενδυτή εκτιμάται ότι θα γίνει εντός του 2017. Ωστόσο το οικονομικό κλείσιμο της συναλλαγής που προϋποθέτει την έγκριση του ελεγκτικού συνεδρίου και τις άλλες εγκρίσεις (Επιτροπή Ανταγωνισμού κλπ), δεν αναμένεται πριν το 2018. 

Ως γνωστόν με βάση τους  όρους του διαγωνισμού θα πρέπει οι υποψήφιοι να είναι Ευρωπαίοι διαχειριστές ενώ με τη χθεσινή τροπολογία διευκρινίστηκε ότι είναι δυνατόν να καταθέσει προσφορά θυγατρική ή και κονσόρτιουμ εταιρειών στις οποίες μετέχει πιστοποιημένος Ευρωπαίος διαχειριστής ή θυγατρική του. Κατά πληροφορίες διαπιστώθηκε ότι η προηγούμενη διατύπωση περιόριζε σημαντικά το εύρος των πιθανών υποψηφίων για συμμετοχή στο διαγωνισμό και για αυτό κρίθηκε αναγκαία η διευκρινιστική τροπολογία.

Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι το ενδιαφέρον για το ΔΕΣΦΑ περιορίζεται σε ευρωπαϊκές εταιρείες με την ιταλική Snam να θεωρείται μεγάλο φαβορί την ίδια στιγμή που επίσης κινητικότητα στο διαγωνισμό έχει δείξει η βελγική Fluxys αλλά και η ισπανική Enagas. Επίσης στο παρελθόν ενδιαφέρον είχε εκδηλωθεί από την ρουμανική Transgas αλλά και από την Ολλανδική Gasunie. Το πρόβλημα που πιθανόν να κληθεί να διαχειριστεί η κυβέρνηση είναι ότι με βάση τις εκτιμήσεις της αγοράς πολύ δύσκολα κάποια εταιρεία θα προσφέρει το τίμημα που είχε επιτευχθεί στον προηγούμενο διαγωνισμό που ακυρώθηκε, δηλαδή τα 400 εκατ. ευρώ.