«Εκτόξευση» κατά 60%- 100% καταγράφει φέτος η ζήτηση για φυσικό αέριο με τον αριθμό των νέων συνδέσεων φυσικού αερίου σε Αττική, Θεσσαλονίκη και Θεσσαλία να αυξάνεται διαρκώς, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των Εταιριών Διανομής (ΕΔΑ).
Βασική αιτία για την αύξηση της ζήτησης είναι η σημαντική εξοικονόμηση πόρων για τα νοικοκυριά σε σχέση με το πετρέλαιο θέρμανσης.
Το πετρέλαιο θέρμανσης θα ξεκινήσει να διατίθεται από τις 15 Οκτωβρίου και οι τιμές του εκτιμάται ότι θα διαμορφωθούν στα 95 - 99 λεπτά το λίτρο, με βάση και τα τωρινά δεδομένα των διεθνών τιμών και της ισοτιμίας του δολαρίου. Αυτό σημαίνει ότι θα είναι αυξημένες από 3 λεπτά μέχρι 5 λεπτά οι τιμές πετρελαίου θέρμανσης σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα 2016.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΔΑ Αττικής οι νέες συνδέσεις φυσικού αερίου στο 9μηνο ήταν εφέτος 17.500, αριθμός υπερδιπλάσιος σε σχέση με πέρυσι ενώ σε Θεσσαλονίκη - Θεσσαλία, στο εξάμηνο οι συνδέσεις ήταν 5.837 εφέτος από 3.642 πέρυσι (αύξηση 60%).
Η αύξηση των συνδέσεων αποδίδεται στο χαμηλότερο κόστος θέρμανσης σε σχέση με το πετρέλαιο, ενώ στην Αττική εφαρμόστηκε επιπλέον πρόγραμμα επιδότησης για αντικατάσταση καυστήρων και τοποθέτηση εγκαταστάσεων φυσικού αερίου, το οποίο ολοκληρώνεται στις 9 Οκτωβρίου (καταληκτική ημερομηνία υποβολής αιτήσεων) και θα προκηρυχθεί αργότερα νέο για το 2018.
Με τις τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου που ίσχυαν κατά τη χειμερινή περίοδο 2016 - 2017 η εξοικονόμηση για μια πολυκατοικία δέκα διαμερισμάτων φθάνει στα 3.000 ευρώ ή 37%.
Η μετατόπιση των καταναλωτών από το πετρέλαιο στο φυσικό αέριο αλλά και η πλήρης απελευθέρωση της αγοράς αερίου από 1η Ιανουαρίου 2018 (από την ημερομηνία αυτή και οι οικιακοί καταναλωτές φυσικού αερίου αποκτούν τη δυνατότητα επιλογής προμηθευτή) έχει οδηγήσει σε αντίστοιχες ανακατατάξεις στην αγορά: πετρελαϊκές εταιρίες επιχειρούν διείσδυση στην αγορά φυσικού αερίου προκειμένου να καλύψουν τις απώλειες από το πετρέλαιο θέρμανσης, ενώ εταιρίες που δραστηριοποιούνται στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας επιδιώκουν επίσης διείσδυση στην αγορά φυσικού αερίου προκειμένου να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες που παρέχει η απελευθέρωση και να παράσχουν ενεργειακά «πακέτα» (ρεύμα και φυσικό αέριο) στους καταναλωτές.