Τετάρτη 04 Δεκεμβρίου 2024 -

Δραματικές μειώσεις για τις νέες συντάξεις χηρείας



Δραματικές μειώσεις ισχύουν για τις νέες συντάξεις χηρείας που εκδίδονται μετά τις 12 Μαΐου 2016 σύμφωνα με το Ενιαίο Δίκτυο Συνταξιούχων.

Οι δύο βασικές αλλαγές που επιφέρει ο νόμος Κατρούγκαλου στις συντάξεις χηρείας είναι η θέσπιση ορίου ηλικίας στα 55 και η μείωση του ποσοστού της σύνταξης που δικαιούται η χήρα στο 50% από 70%. Ετσι θεσπίζεται το 55ο έτος ως όριο ηλικίας του επιζώντος συζύγου για τη θεμελίωση δικαιώματος συνταξιοδότησης λόγω θανάτου. Αν ο επιζών σύζυγος έχει συμπληρώσει το όριο κατά το έτος που επήλθε ο θάνατος, χορηγείται σύνταξη εφ’ όρου ζωής.

Αν δεν έχει συμπληρώσει τα 55, η σύνταξη χορηγείται για μία τριετία. Εφόσον στο μεταξύ συμπληρώσει το 55ο έτος, η σύνταξη διακόπτεται και επαναχορηγείται στα 67 διά βίου. Αν το 55ο έτος δεν συμπληρώνεται εντός της τριετίας, η σύνταξη διακόπτεται στη λήξη της και δεν επαναχορηγείται.

Ειδικότερα οι ανατροπές που επέρχονται με τον νόμο Κατρούγκαλου στο καθεστώς των νέων συντάξεων χηρείας έχουν ως εξής:

1. Θεσπίζεται το 55ο έτος ως όριο ηλικίας του επιζώντος συζύγου για τη θεμελίωση δικαιώματος συνταξιοδότησης λόγω θανάτου και προκύπτουν οι περιπτώσεις:

Ο επιζών σύζυγος έχει συμπληρώσει τα 55 την ημερομηνία θανάτου: χορηγείται σύνταξη εφ’ όρου ζωής.

Ο επιζών σύζυγος δεν έχει συμπληρώσει τα 55 την ημερομηνία θανάτου: χορηγείται σύνταξη για μία τριετία και αν το 55ο έτος συμπληρώνεται εντός αυτής της τριετίας, τότε η σύνταξη επαναχορηγείται στα 67 διά βίου. Αν το 55ο έτος της ηλικίας δεν συμπληρώνεται εντός της τριετίας, μετά τη λήξη της η σύνταξη διακόπτεται και δεν επαναχορηγείται. Αν η χήρα ή ο χήρος έχουν άγαμα και ανήλικα παιδιά έως 18 ετών ή έως 24 ετών εφόσον αυτά σπουδάζουν, η σύνταξη χηρείας συνεχίζει να καταβάλλεται και μετά την πάροδο της τριετίας, ανεξαρτήτως ηλικιακού ορίου, στον επιζώντα σύζυγο. Δηλαδή, αν η χήρα έχει ανήλικα παιδιά ή παιδιά σπουδαστές έως 24 ετών, δεν χάνει τη σύνταξη ακόμη κι αν είναι αρκετά μικρότερη από 55. Αντίθετα, συνεχίζει να την εισπράττει όσο τα παιδιά είναι ανήλικα ή κάτω των 24 εφόσον σπουδάζουν. Αν προλάβει, μάλιστα, να συμπληρώσει τα 55 προτού τα παιδιά ενηλικιωθούν ή προτού τελειώσουν τις σπουδές τους, τότε θα χάσει προσωρινά τη σύνταξη όταν τα παιδιά γίνουν 18 ή 24, αλλά θα την ξαναπάρει διά βίου στα 67. Το ίδιο συμβαίνει και όταν τα παιδιά είναι άγαμα και ανίκανα για κάθε εργασία ή ο επιζών σύζυγος είναι ανίκανος για κάθε εργασία με ποσοστό 67% και άνω. Η ανικανότητα εξετάζεται αν υπάρχει κατά τον χρόνο θανάτου και όχι μεταγενέστερα αυτού. Δηλαδή, αν το παιδί ή η χήρα καταστούν ανίκανοι για εργασία μετά τον θάνατο, δεν μετράει η ανικανότητα ως προϋπόθεση για τη σύνταξη.

2. Ο θανών ασφαλισμένος πρέπει κατά τον χρόνο θανάτου να έχει συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για τη λήψη σύνταξης γήρατος ή αναπηρίας, πλήρους ή μειωμένης. Εδώ υπάρχει δυσμενής αλλαγή για τους «παλαιούς» ασφαλισμένους (πριν από το 1993), για τους οποίους διπλασιάζονται οι απαιτούμενες ημέρες ασφάλισης εντός της τελευταίας πενταετίας. Ο θανών έπρεπε να είχε 1.500 ημέρες ασφάλισης, εκ των οποίων 300 την τελευταία πενταετία, ενώ τώρα απαιτούνται 1.500 ημέρες, εκ των οποίων 600 την τελευταία πενταετία.

3. Αλλάζει ο τρόπος υπολογισμού και συναρτάται πλέον με τη διάρκεια του έγγαμου βίου και τη διαφορά της ηλικίας του θανόντος με τον επιζώντα σύζυγο. Η χήρα παίρνει το 50% της σύνταξης του θανόντος (ενώ έπαιρνε στις περισσότερες περιπτώσεις το 70%). Αν ο θανών ήταν συνταξιούχος, η σύνταξή του επανυπολογίζεται με τον νέο τρόπο (εθνική και αναλογική) και η χήρα παίρνει το 50% της νέας σύνταξης. Το ποσό αυτό ισχύει για την πρώτη τριετία. Μετά τα τρία χρόνια, αν δεν εργάζεται και δεν λαμβάνει δική της σύνταξη, θα συνεχίσει να παίρνει το ίδιο ποσό (εφόσον έχει τις ηλικιακές προϋποθέσεις). Αν εργάζεται ή παίρνει δική της σύνταξη, η σύνταξη χηρείας περιορίζεται στο μισό (50%).

Τέλος, θεσπίζεται ελάχιστο όριο έγγαμης συμβίωσης τα πέντε έτη, που θα πρέπει να έχουν συμπληρωθεί μέχρι την ημερομηνία θανάτου. Εδώ η αλλαγή αφορά τον θάνατο ασφαλισμένου, καθώς έχουμε αύξηση: απαιτούνταν τρία χρόνια και τώρα απαιτούνται πέντε. Ισχύουν εξαιρέσεις αν ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα, αν γεννηθεί παιδί κατά τη διάρκεια του γάμου ή η χήρα τελεί σε εγκυμοσύνη.