Η Συνθήκη της Λωζάννης είναι μία πραγματικότητα την οποία ουδείς μπορεί να αγνοήσει και όλοι οφείλουν να σέβονται.
Οι δηλώσεις του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αναφορικά με την Συνθήκη της Λωζάνης που επέβαλλε νέα σύνορα στην μεταγενέστερη Τουρκία, έχουν προκαλέσει έντονη ανησυχία στο εσωτερικό της κυβέρνησης, αλλά και σε ολόκληρο το αντιπολιτευτικό τόξο.
«Η 15η Ιουλίου (ημέρα διεξαγωγής του πρόσφατου πραξικοπήματος) είναι η επέτειος του δεύτερου πολέμου για την Ανεξαρτησία του Τουρκικού Έθνους. Και έτσι θα πρέπει να την θυμόμαστε. Μας (απείλησαν) με τη Συνθήκη του 1920 και μας έπεισαν να (αποδεχθούμε) τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923. Κάποιοι προσπάθησαν να μας εξαπατήσουν, παρουσιάζοντας τη Λωζάνη ως νίκη. (Αλλά) στη Λωζάνη παραχωρήσαμε τα (τώρα ελληνικά) νησιά, που αν φωνάξεις από τις ακτές του Αιγαίου, θα ακουστείς απέναντι», ανέφερε ο Τούρκος πρόεδρος και πρόσθεσε:
««Εξακολουθούμε να αγωνίζονται για το ποια θα είναι η υφαλοκρηπίδα και ποια θα είναι (τα όρια μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας) στον αέρα και στο έδαφος. Αιτία όλων αυτών είναι εκείνοι που κάθισαν στο τραπέζι για (να διαπραγματευθούν) τη συγκεκριμένη συνθήκη. Εκείνοι που καθόνταν σε αυτές τις θέσεις δεν μας δικαίωσαν και τώρα “δρέπουμε” τα προβλήματα (που η συνθήκη προκάλεσε)», για να καταλήξει: «Εάν αυτό το πραξικόπημα είχε πετύχει, θα μας είχαν αναγκάσει να υπογράψουμε μια συνθήκη που θα μας έκανε να αναπολούμε αυτή των Σεβρών».
Η συγκεκριμένη δήλωση είχε προκαλέσει την άμεση αντίδραση της αντιπολίτευσης, με την Ένωση Κεντρώων να καλεί την κυβέρνηση να συγκαλέσει το Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής. Η ανακοίνωση του κόμματος έκανε λόγο για «απειλές». Το Υπουργείο Εξωτερικών σχολίασε το συγκεκριμένο περιστατικό με γραπτή ανακοίνωση στην οποία τονίζει ότι η Συνθήκη της Λωζάνης «είναι μια πραγματικότητα την οποία ουδείς μπορεί να αγνοήσει και όλοι οφείλουν να σέβονται». Το ΚΥΣΕΑ συνέρχεται στο Μαξίμου το μεσημέρι της Παρασκευής.
Η Συνθήκη της Λωζάνης υπογράφηκε στην ομώνυμη πόλη της Ελβετίας στις 24 Ιουλίου του 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία και άλλες χώρες που πολέμησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Μικρασιατική Εκστρατεία. Πρόκειται για την συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας, με την παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης, των νησιών Ίμβρος και Τένεδος, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με την Συρία και την περιοχή της Σμύρνης. Ακόμα, παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών και παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία.
Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο χώρες και η αποστρατικοποίηση νησιών του Αιγαίου. Πιο συγκεκριμένα, μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη στην Ελλάδα 1.650.000 Τούρκοι υπήκοοι (άλλοι κάνουν λόγο για περίπου 2.000.000), χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος. Η θρησκεία και όχι η ράτσα αποτέλεσε το βασικό κριτήριο για την ανταλλαγή.
Η Συνθήκη υποχρέωσε ταυτόχρονα την Ελλάδα να πληρώσει σε είδος τις πολεμικές επανορθώσεις. Η αποπληρωμή έγινε με επέκταση των τουρκικών εδαφών της Ανατολικής Θράκης πέρα από τα όρια της συμφωνίας. Τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς. Με την σειρά της, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία.
Ο Ερντογάν στις δηλώσεις του κάνει λόγο για «εξαπάτηση» που παρουσιάστηκε σαν νίκη. Η Συνθήκη ουσιαστικά κατήργησε την Συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από την νέα κυβέρνηση της Τουρκίας που διαδέχθηκε τον Σουλτάνο της Κωνσταντινούπολης και προέβλεπε μεταξύ άλλων την παραχώρηση της Ίμβρου και της Τενέδου και την ανατολική Θράκη. Η Σμύρνη, σύμφωνα με την πρώτη Συνθήκη ανήκε στην Τουρκία αλλά διοικούνταν από Έλληνα αρμοστή. Σημαντικό στοιχείο της συμφωνίας ήταν η ανταλλαγή πληθυσμών που έφερε ως αποτέλεσμα δύο ακόμα προβλήματα: το μειονοτικό και το προσφυγικό. Το κατά πόσο συνιστά «νίκη» ή «ζημία» και για τα δύο έθνη αποτελεί αντικείμενο διαφωνίας.
Επί της ουσίας, η Συνθήκη της Λωζάνης σηματοδότησε την οριστική μετάβαση από την πολυεθνοτική και πολυθρησκευτική Αυτοκρατορία στα ομοιογενή εθνικά κράτη. Όπως ανέφερε το «Βήμα» σε παλαιότερο δημοσίευμά του, η Συνθήκη των Βερσαλλιών και οι συναφείς συνθήκες που υπογράφτηκαν το 1919-1920, κλείνοντας τον εξοντωτικό Μεγάλο Πόλεμο, είχαν ως βασικό χαρακτηριστικό ακριβώς τη διάλυση των αυτοκρατοριών και τη δημιουργία στη θέση τους των σύγχρονων ευρωπαϊκών εθνών-κρατών στην Κεντρική και στην Ανατολική Ευρώπη.