Ο όρος ηπατίτιδα είναι γενικός και αναφέρεται στην παρουσία φλεγμονής στο ήπαρ. Υπάρχουν πολλές μορφές (οξεία, χρόνια) και πολλές αιτίες ηπατίτιδας (όπως ιοί και φάρμακα).

Στην αυτοάνοση ηπατίτιδα, το αμυντικό σύστημα του οργανισμού επιτίθεται στα κύτταρα του ήπατος με αποτέλεσμα να προκαλείται φλεγμονή και δυσλειτουργία του οργάνου.

Η αυτοάνοση ηπατίτιδα αφορά άτομα κάθε ηλικίας, φυλής ή φύλου, αν και είναι 3-4 φορές πιο συχνή στο γυναικείο πληθυσμό από ότι στον ανδρικό.

Μπορεί δε να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε φάση της ζωής.

Στην ανάπτυξή της πιστεύεται ότι εμπλέκονται τόσο γενετικοί προδιαθεσικοί όσο και περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως είναι οι ιογενείς λοιμώξεις και τα φάρμακα.

Η αυτοάνοση ηπατίτιδα διακρίνεται σε τύπου 1 και τύπου 2. Ο δεύτερος εμφανίζεται συχνότερα στα παιδιά.

Συμπτώματα

Πολλοί ασθενείς με αυτοάνοση ηπατίτιδα έχουν ήπια έως και καθόλου συμπτώματα (κόπωση, αρθραλγίες, ναυτία, κοιλιακή δυσφορία) και η πάθηση εντοπίζεται μετά από εργαστηριακό έλεγχο που πραγματοποιείται για άλλο, τυχαίο λόγο.

Ένα ποσοστό εμφανίζεται σαν οξεία ικτερική ηπατίτιδα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η νόσος γίνεται αντιληπτή αφού έχει ήδη εξελιχθεί σε κίρρωση (σοβαρή ίνωση του ηπατικού παρεγχύματος).

Η διάγνωση γίνεται με εξετάσεις αίματος και βιοψία ήπατος.

Με τη διάγνωση και κατά τη διάρκεια της θεραπείας, είναι σημαντικό να ακολουθείται ένας υγιεινός τρόπος ζωής με μία ισορροπημένη δίαιτα, διατήρηση του ιδανικού βάρους και αποφυγή του αλκοόλ. Ο γιατρός θα πρέπει να είναι ενήμερος για οποιαδήποτε αλλαγή στη φαρμακευτική αγωγή, συμπεριλαμβανομένων και τυχόν συμπληρωμάτων διατροφής ή φυτικών σκευασμάτων.

Αντιμετώπιση

Η θεραπεία της αυτοάνοσης ηπατίτιδας περιλαμβάνει τη χορήγηση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων. Συνήθως απαιτείται η χορήγηση κορτικοστεροειδών που ελέγχουν αποτελεσματικά τη φλεγμονή και επομένως αποτρέπουν την περαιτέρω εξέλιξη της νόσου.

Η θεραπεία πρέπει να λαμβάνεται για μακρύ χρονικό διάστημα, με την όποια απόφαση για διακοπή να λαμβάνεται εξατομικευμένα και με τη νόσο να βρίσκεται σε ύφεση τόσο σε εργαστηριακό όσο και ιστολογικό επίπεδο.

Βασική προϋπόθεση, τόσο κατά τη διάρκεια της θεραπείας όσο και σε περιπτώσεις που αυτή δεν χορηγηθεί ή διακοπεί, είναι η τακτική παρακολούθηση που περιλαμβάνει την κλινική εξέταση και εξετάσεις αίματος.