Μπορεί ο διαβήτης τύπου 2 να εξελίσσεται σε μια πραγματικά παγκόσμια επιδημία, επηρεάζοντας πάνω από 380 εκατομμύρια ανθρώπους, αλλά αναλογικά ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά ως προς την αιτιολογία της νόσου. Επίσης, ο διαβήτης τύπου 2 είναι σημαντικός παράγοντας κινδύνου και για τη στεφανιαία νόσο, αλλά τα βιολογικά μονοπάτια της σχέσης αυτής παραμένουν θολά.
Σύμφωνα με άρθρο του Nature Genetics, ερευνητές της Ιατρικής Σχολής Perelman του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, ανέλυσαν πλήθος δεδομένων με στόχο να απαντήσουν στο ερώτημα τί προκαλεί τον διαβήτη τύπου 2 και πώς αυτός και η στεφανιαία νόσος σχετίζονται μεταξύ τους.
Οι επιστήμονες μελέτησαν πληροφορίες για το γονιδίωμα περισσοτέρων από 250.000 ανθρώπων, από τη Νότια και την Ανατολική Ασία και την Ευρώπη, και ανακάλυψαν 15 νέους γενετικούς παράγοντες κινδύνου για τον διαβήτη και έναν νέο γενετικό παράγοντα κινδύνου για τη στεφανιαία νόσο.
Συγκεκριμένα, κατάφεραν να εντοπίσουν οκτώ συγκεκριμένες γονιδιακές μεταλλάξεις που σχετίζονται άμεσα με τροποποιημένο κίνδυνο εκδήλωσης και των δύο παθήσεων. Επτά απ' αυτές εκτιμάται ότι αυξάνουν τον κίνδυνο και των δύο ασθενειών.
Η όγδοη, μια μετάλλαξη στο γονίδιο για την πρωτεΐνη μεταφορέα της χοληστερόλης ApoE, φάνηκε να σχετίζεται με μεγαλύτερο κίνδυνο διαβήτη αλλά μικρότερο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου. «Το εύρημα αυτό είναι σύμφωνο με τα στοιχεία μελετών για στατίνες που δείχνουν ότι η φαρμακολογική μείωση της LDL χοληστερόλης μπορεί να συντελέσει σε μετριοπαθή αύξηση του κινδύνου διαβήτη», διευκρινίζεται.
Επίσης, οι ερευνητές βρήκαν στοιχεία σύμφωνα με τα οποία, εν συνόλω, η γενετική σχέση μεταξύ των δύο παθήσεων φαίνεται να είναι μονόδρομη, δηλαδή τα επικίνδυνα γονίδια για τον διαβήτη τύπου 2 είναι πιθανότερο να σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου, παρά το αντίθετο. Επιπλέον, ενδεχομένως να υπάρχουν μονοπάτια όπου η φαρμακολογική μείωση της μιας πάθησης αυξάνει τον κίνδυνο για την άλλη.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι αυτοί οι κοινοί γενετικοί παράγοντες κινδύνου επηρεάζουν βιολογικά μονοπάτια που περιλαμβάνουν την ανοσία, τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό και την καρδιακή ανάπτυξη.
Τα νέα αυτά δεδομένα έρχονται να συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση και των δύο σοβαρών παθήσεων και ενδεχομένως να ανοίγουν τον δρόμο για νέους θεραπευτικούς στόχους.
«Εντοπίζοντας τις γενετικές αυτές μεταλλάξεις που σχετίζονται τόσο με τον διαβήτη τύπου 2 όσο και με τη στεφανιαία νόσο, δημιουργούμε νέες δυνατότητες για τη μείωση του κινδύνου και των δύο με ένα και μόνο φάρμακο», εξηγεί ο Ντανις Σαλεχεεν, επίκουρος καθηγητής Βιοστατιστικής και Επιδημιολογίας και συγγραφέας της μελέτης.
Η μελέτη έδειξε ακόμα ότι, μεταλλάξεις σχετικές με τον διαβήτη τείνουν να διαφέρουν ως προς την προφανή επίδρασή τους στον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου, ανάλογα με τον υποκείμενο μηχανισμό τους. Οι μεταλλάξεις που αυξάνουν την πιθανότητα παχυσαρκίας ή υπέρτασης, για παράδειγμα, φάνηκαν να αυξάνουν και τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου περισσότερο από μεταλλάξεις που αλλάζουν τα επίπεδα της ινσουλίνης ή της γλυκόζης.
Εξάλλου ενδιαφέρον είναι και το γεγονός ότι οι γενετικές περιοχές που είναι κοινές για τον κίνδυνο διαβήτη και στεφανιαίας νόσου, μπορούν να γίνουν στόχοι υπαρχόντων φαρμάκων. Ένα τέτοιο φάρμακο είναι η δραστική ουσία icosapent, ένα ω-3 λιπαρό οξύ που μειώνει τη χοληστερόλη και ενδείκνυται για φαρμακευτική χρήση.
Στις περιοχές κοινού κινδύνου περιλαμβάνεται και μια που καλύπτει το γονίδιο FABP4, το οποίο ήδη μελετάται ως θεραπευτικός στόχος για τον διαβήτη και την καρδιακή νόσο. Σε ζωικές μελέτες έχει φανεί ότι η αναστολή της πρωτεΐνης του συγκεκριμένου γονιδίου έχει αντι-αθηροσκληρωτική δράση, αφού καταπολεμά την πάχυνση και σκλήρυνση των αρτηριών, ενώ έχει και αντιδιαβητικές ιδιότητες.
Οι ερευνητές ελπίζουν να μάθουν περισσότερα για τις βιολογία των νέο-ανακαλυφθέντων αυτών γονιδίων διπλού κινδύνου, μελετώντας άτομα που έχουν μεταλλάξεις στα γονίδια αυτά.