Τα υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης μπορεί να επιδράσουν αρνητικά στην ποιότητα του ύπνου, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Θωρακικής Εταιρείας στην Ουάσιγκτον.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση επιδρά αρνητικά στην καρδιά και τους πνεύμονες, αυξάνοντας τόσο την καρδιαγγειακή θνησιμότητα, όσο και τον κίνδυνο για άσθμα, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού και υπνική άπνοια.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ, με επικεφαλής την επίκουρη καθηγήτρια Ιατρικής Μάρτα Μπίλινγκς, ανέλυσαν στοιχεία για 1.863 ανθρώπους, κατά μέσο όρο 68 ετών.
Αφού αξιολογήθηκε η ποιότητα και η διάρκεια του ύπνου των ατόμων αυτών επί μία συνεχόμενη εβδομάδα μετά συσχετίσθηκε με την έκθεση τους σε δύο βασικούς ατμοσφαιρικούς ρύπους, στα οξείδια του αζώτου και στα μικροσωματίδια (ΡΜ2,5) που εισχωρούν βαθιά στους πνεύμονες.
Όσοι συμμετέχοντες είχαν εκτεθεί σε μεγαλύτερα επίπεδα οξειδίων του αζώτου κατά την τελευταία πενταετία, είχαν αυξημένη πιθανότητα κατά 57% να μη κάνουν καλό και επαρκή ύπνο. Η αντίστοιχη πιθανότητα ήταν αυξημένη κατά περίπου 50% για όσους είχαν εκτεθεί στα μεγαλύτερα επίπεδα ΡΜ2,5.
Οι ερευνητές δεν απέκλεισαν η αρνητική επίπτωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στον ύπνο να εμφανιστεί ακόμη και σε πολύ πιο σύντομο χρονικό διάστημα από την πενταετία.