Ένας μεγάλος αριθμός μελετών στον τομέα της Παιδαγωγικής και της Παιδοψυχολογίας ασχολείται με την προσχολική ηλικία και την αρχή της καθ’ αυτό σχολικής ηλικίας. Εχει βρεθεί πως η είσοδος του παιδιού στο σχολείο, η αρχή της σχολικής ζωής είναι σημαντικός σταθμός στη ζωή του παιδιού.
Για τα παιδιά των πέντε ή έξι χρόνων, η πρώτη μέρα στο σχολείο είναι μια συναρπαστική εμπειρία καθώς αρχίζουν κάτι μόνα τους- μπορεί όμως για μερικά παιδιά αυτή η εμπειρία να είναι συνταρακτική και να τα φοβίζει.
Είναι μια εμπειρία συναισθηματικού αποχωρισμού για τα παιδιά και, σύμφωνα με τους ψυχολόγους και για τους γονείς.
Τα περισσότερα παιδιά περνούν από το προσχολικό περιβάλλον στο σχολείο ομαλά, αλλά 25% σύμφωνα με μελέτες έχουν κάποιες δυσκολίες και αυτό μπορεί να προκαλέσει μια ελλιπή βάση στην αρχή της παιδείας τους.
Είναι μια μεγάλη αναπτυξιακή αλλαγή για τα παιδιά να βρεθούν από το κλειστό και προστατευτικό περιβάλλον όπως η προσχολική ομάδα ή η οικογένεια, όπου έχουν λίγο – πολύ ατομική φροντίδα και που υπάρχει μεγαλύτερη επικοινωνία μεταξύ γονιών και δασκάλων, σε ένα ευρύτερο και πιο απρόσωπο χώρο σαν το σχολείο.
Αυτή η αλλαγή έχει απασχολήσει τους παιδαγωγούς πώς να προετοιμάσουν τα παιδιά και τους γονείς γι’ αυτή τη μεταβατική περίοδο. Γιατί το ερώτημα είναι όχι μόνο αν το παιδί είναι έτοιμο γι’ αυτή την εμπειρία, αλλά αν είναι έτοιμοι οι γονείς, η οικογένεια, το προσχολικό και βέβαια το σχολείο, να στηρίξει το παιδί σ’ αυτή την αλλαγή.
Είναι βασική αρχή να αντιμετωπίζουμε το παιδί σ’ αυτή την αλλαγή σαν μια πλήρη οντότητα, με πολλαπλές ανάγκες, να μην τονίζουμε περισσότερο ορισμένα χαρακτηριστικά όπως νοητική, γνωστική ικανότητα και απόδοση, αλλά επίσης να λαμβάνουμε υπ’ όψιν τις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού. Κανένα παιδί δεν μπορεί να μεγαλώσει υγιές αν κάποιες από τις ανάγκες του παραμερισθούν και αγνοηθούν. Το παιδί χρειάζεται να αποκτήσει μια αίσθηση εμπιστοσύνης στον εαυτό του και στους άλλους ώστε να μπορέσει να παίρνει πρωτοβουλίες, και αυτονομηθεί.
Συνδυασμός λοιπόν κατάλληλου αριθμού νοητικών και συναισθηματικών ερεθισμάτων. Δεν είναι ο αριθμός των σχολικών ειδών που θα του παρέχουμε αλλά μαζί με αυτά την ευκαιρία να δοκιμάζει μόνο του, να μάθει να αντιμετωπίζει την ικανοποίηση από τα επιτεύγματα του, αλλά και την απογοήτευση και την ματαίωση. Να υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ ελευθερίας για εξερεύνηση, ευκαιριών και δομής, για να αναπτύξει εσωτερικό έλεγχο.
Τα παιδιά σ’ αυτή την ηλικία, θέλουν και επιζητούν την αυτονομία αλλά και τα φοβίζει. Μπορεί να τους είναι δύσκολο να υποταχθούν στην πειθαρχία του σχολείου, να είναι για πολύ ώρα καθισμένα, φοβούνται αν θα τα καταφέρουν να είναι «καλοί μαθητές». Όταν ένα παιδί κάνει αταξίες, κλαίει δεν θέλει να πάει σχολείο, παραπονιέται για πόνους στην κοιλιά του, προσκολλάται στους γονείς του – συμπεριφορές που τις είχε ήδη ξεπεράσει, είναι ενδείξεις ότι η μεταβατική περίοδος δεν είναι πολύ ομαλή.
Αυτή η αλλαγή είναι δυσκολότερη για παιδιά που έχουν κάποια δυσκολία στην επικοινωνία με άλλους, που είναι λίγο ντροπαλά, που δεν τους αρέσει να είναι σε μεγάλες ομάδες, ή που έχουν άλλα προβλήματα, όπως μια πρόσφατη αρρώστια ή μια απώλεια στην οικογένεια, ή ένα πρόσφατο διαζύγιο των γονιών. Οι ειδικοί λένε πως σε τέτοιες περιπτώσεις οι γονείς μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά αν τα πάνε να γνωρίσουν μαζί τη δασκάλα τους, να δουν την τάξη, τους χώρους παιγνιδιού στο διάλειμμα, την τουαλέτα του σχολείου. Και βεβαίως να τους μιλήσουν θετικά για το σχολείο, για τις καινούριες δραστηριότητες, για το πώς θα πηγαίνει και πώς θα γυρίζει από το σχολείο. Αν το παιδί γνωρίζει ένα – δύο συμμαθητές του, κάνει το καινούριο σχολείο να φαίνεται πιο γνώριμο και όχι τόσο απρόβλεπτο.
Είναι σημαντικό οι γονείς να αναγνωρίσουν και να παραδεχθούν τις τυχόν ανησυχίες και φόβους του παιδιού, να το ενθαρρύνουν ότι μπορεί να τα καταφέρει, χωρίς να δείξουν τις δικές τους ανησυχίες ή φόβους. Γιατί μερικοί γονείς αισθάνονται εξίσου ανήσυχοι – ότι το παιδί τους δεν είναι πλέον το μωρό τους, ότι μεγάλωσε πολύ γρήγορα ή ότιαιδί τους θα είναι εκτεθειμένο ίσως σε επιθετικές συμπεριφορές στο σχολείο για τις οποίες δεν είναι έτοιμο. Οι ανησυχίες αυτές των γονιών μπορεί να επηρεάσουν τα παιδιά στα πρώτα τους βήματα. Το παιδί χρειάζεται να μάθει να συναλλάσσεται με άλλους, να μπορεί να δημιουργήσει ανεξάρτητες σχέσεις, να αναπτύξει ένα σύστημα αξιών. Η ανάπτυξη του παιδιού επηρεάζεται από τη μάθηση και το κοινωνικό περιβάλλον του σχολείου. Αισθήματα επάρκειας και ικανότητας δημιουργούν ασφάλεια.
Οι μελέτες έχουν δείξει πως ο κυριότερος παράγοντας στην επιτυχή προσαρμογή ενός παιδιού, δεν είναι η εξυπνάδα, όσο η θετική εικόνα που έχει για τον εαυτό του, η ικανότητα του να επικοινωνεί και να συναλλάσσεται με τους γύρω του, συνομηλίκους και μεγάλους χωρίς να θυσιάζει την αυτονομία του.
Τα παιδιά δεν είναι μόνο προϊόν κληρονομικότητας και περιβάλλοντος – δημιουργούν αυτά το περιβάλλον τους, διεκδικούν το χώρο τους σε αυτό και έτσι μεγαλώνουν και αλλάζουν με αυτό.
Κάθε παιδί έχει μια έμφυτη ικανότητα να αναπτυχθεί που μπορούν οι γονείς και το σχολείο να την ενθαρρύνουν και να την ενδυναμώσουν. Να τους επιτρέψουμε να ακολουθήσουν την πορεία τους, να τα βοηθήσουμε να χρησιμοποιήσουν αυτό που το περιβάλλον τους προσφέρει και να οικοδομήσουν, να τους επιτρέψουμε να προσφέρουν αυτό που μπορούν στον κόσμο τους. Να μπορούν να λειτουργήσουν μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον χωρίς να χάσουν την αυτονομία τους.
Το σχολείο, η επαφή με τα άλλα παιδιά του ανοίγει τους ορίζοντες, τα βοηθάει στην κοινωνικοποίησή τους, γιατί η μικρή αυτή κοινωνία είναι ένα δείγμα του προσωπικού τους κόσμου αλλά και της πλατύτερης κοινωνίας με τους κανόνες και τις αξίες της οποίας το παιδί ταυτίζεται.
Το σημερινό σχολείο στη χώρα μας απαρτίζεται από παιδιά διαφόρων και διαφορετικών πολιτισμών και έτσι δίνεται η ευκαιρία στο παιδί να εξοικειωθεί με τις διαφορές και να μάθει τρόπους να συναλλάσσεται μαζί τους. Αυτό μπορεί να είναι όχι μόνο χρήσιμο αλλά και δημιουργικό για την ανάπτυξή του. Τα παιδιά είναι ανθεκτικά και προσαρμοστικά περισσότερο από ότι νομίζουμε. Ας τους το επιτρέψουμε και ας τα βοηθήσουμε. Καλλιόπη Χαρτοκόλη από την Ελληνική Αντικερκινική Εταιρεία .