Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024 -

Τι έκαναν οι Αρχαίοι Έλληνες όταν πέθαινε κάποιος: Νεκρικά έθιμα



Η ταφή των νεκρών στην Αρχαία Ελλάδα ήταν θρησκευτικό καθήκον των οικείων τους και προβλεπόταν από το νόμο. Η αμέλεια από τους οικείους, θεωρείτο βαρύ έγκλημα στον ηθικό χαρακτήρα του νεκρού. Θεωρούσαν υποχρέωσή τους την τέλεση της ταφής, επειδή πίστευαν ότι από την ανάπαυση του σώματός τους εξαρτιόταν και η αποδοχή και ανάπαυση της ψυχής τους στα Ηλύσια Πεδία. Ατιμωτικό ήταν να μείνει το σώμα άταφο. Συνήθως έμεναν άταφοι οι προδότες της πατρίδας, οι λιποτάκτες, οι ιερόσυλοι και οι αυτόχειρες.  Την ψυχή του νεκρού τη μετέφερε ο ψυχοπομπός Ερμής στην Αχερουσία λίμνη απ’ όπου την παραλάμβανε ο βαρκάρης Χάροντας και την μετέφερε στον Αδη όπου γινόταν δεκτή, με την προϋπόθεση πως το σώμα του νεκρού είχε ταφεί. Εκεί βρισκόταν με τις άλλες ψυχές, χωρίς όμως να θυμάται τίποτα από την επίγεια ζωή του, ευρισκόμενος σε κατάσταση λήθης.

Οι αρχαίοι Ελληνες τιμούσαν τους νεκρούς τους με μεγαλοπρεπείς τελετές κατά την κηδεία και με εορταστικές τελετές και εορταστικούς αγώνες μετά από αυτήν. Η κηδεία περιελάμβανε τέσσερις φάσεις: α) καλλωπισμό, β) πρόθεση στη νεκρική κλίνη, γ) εκφορά για ενταφιασμό, δ) ταφή (κατώρυξη). Κατά την κατώρυξη ο νεκρός τοποθετείτο σε πλάγια στάση, με τα χέρια του φερμένα μπροστά στο πρόσωπο και με ισχυρή κάμψη των γονάτων στο στήθος. Γι’ αυτό το συγκεκριμένο τρόπο απόθεσης των νεκρών έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς διάφορες ερμηνείες, και κατά μια άποψη, η εμφανής ομοιότητα που παρουσιάζει η στάση των νεκρών με τη στάση των εμβρύων, εμπεριέχει το συμβολισμό της επαναφοράς του νεκρού στη μητέρα γη.

Πολλές φορές έβαζαν στο στόμα του νεκρού ένα νόμισμα. Ήταν τα βαρκάτικα, ο οβολός που έπρεπε να πληρώσει στον Χάροντα που τον περνούσε με τη βάρκα στον ποταμό Αδη. Αλλες φορές πάλι, έβαζαν κοντά στο νεκρό ένα γλυκό από μέλι, διότι πίστευαν πως με αυτό θα μπορέσει να κολακέψει τον Κέρβερο, τον σκύλο – φύλακα του Αδη. Η κηδεία γινόταν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, πριν βγει η πρώτη αχτίδα του ήλιου και μολυνθεί από τον νεκρό, που θεωρείτο μιασμένος. Εκαναν τελετές εξαγνισμού, ενώ οι συγγενείς πλένονταν με νερό φερμένο από άλλο σπίτι κι έπειτα έτρωγαν όλοι μαζί (νεκρόδειπνα). Την επόμενη, γίνονταν εξαγνισμός του σπιτιού με θαλασσινό νερό. Την τρίτη μέρα, την ένατη, την τριακοστή και στο χρόνιασμα, έκαναν προσφορές, θυσίες και συμπόσια στη μνήμη του νεκρού.

Η τελευταία μέρα των Ανθεστηρίων (τέλη Φεβρουαρίου) ήταν η μεγάλη γιορτή στη μνήμη των νεκρών (κάτι σαν τα σημερινά Ψυχοσάββατα). Επίσης μέσα στον τάφο, μαζί με το νεκρό τοποθετούνταν διάφορα προσωπικά αντικείμενα (“κτερίσματα”). Πρόκειται για αντικείμενα δηλωτικά του φύλου, της ηλικίας, του επαγγέλματος ή των ασχολιών του νεκρού καθώς επίσης και του βιοτικού επιπέδου της εποχής και της περιοχής. Στους άνδρες τοποθετούσαν κυρίως διάφορα όπλα και τρόπαια (δόρατα, ασπίδες, τόξα). Στις γυναίκες  είδη καλλωπισμού, ενώ στα παιδιά, παιχνίδια.2  Το έθιμο αυτό ξεκινούσε από τις δοξασίες των αρχαίων Ελλήνων που πίστευαν ότι ο νεκρός χρειάζεται τα αγαπημένα του αντικείμενα και μετά το θάνατο, στην “άλλη ζωή”, αλλά και ως προσωπικά αγαθά του πεθαμένου ανακρατούν κάτι από την ζωή του και έτσι θα έχουν ξεχωριστή δύναμη να τον ξαναφέρουν στον κόσμο. Η καύση των νεκρών που εμφανίζεται γύρω στον 11ο αιώνα π.Χ. θεωρείται επίδραση της Ανατολής, πιθανώς των Χετταίων και διαδόθηκε στην Ελλάδα από τη Μικρά Ασία. Ο Όμηρος αναφέρει πως την καύση των νεκρών την ήθελαν όλοι γιατί η φωτιά έδινε τη λύτρωση των νεκρών.