Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024 -

«Πιπέρι στο στόμα» - ένα βιβλίο πρόκληση



Θα απευθυνόσασταν σε ένα Γραφείο Τελετών για τη διοργάνωση ενός γάμου;
Ανήκετε σε αυτούς που, όταν οδηγούν, κατεβάζουν καντήλια;

Ποιες επιπλέον σημασίες έχουν οι λέξεις γλάστραπατσαβούρα και τούμπανο, όταν αναφέρονται στις γυναίκες;
Γνωρίζετε ποιοι ήταν ο Τόφαλος και η Φακλάνα;
Θεωρείτε την παροιμία Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα προσβλητική για τους βαρήκοους;
Σε αυτά και σε άλλα πολλά ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει το βιβλίο της Μαρίας Καμηλάκη, της Γεωργίας Κατσούδα και της Μαρίας Βραχιονίδου «Πιπέρι στο στόμα: Όψεις των λέξεων-ταμπού στη Νέα Ελληνική», το οποίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Καλλιγράφος». Πρόκειται για ένα έργο που προσεγγίζει με τρόπο επιστημονικά τεκμηριωμένο το απαγορευμένο λεξιλόγιο, τις λέξεις-«δραπέτες», που ξέφυγαν από το «γλωσσικό καθαρτήριο» της ελληνόφωνης κοινότητας, όπως χαρακτηριστικά λένε οι συγγραφείς. Αναμφίβολα, το συγκεκριμένο πεδίο είναι άρρηκτα δεμένο με την καθημερινότητα όλων μας ως ομιλητών/-τριών της ελληνικής γλώσσας, χωρίς, ωστόσο, να το επερωτάμε υπό αμιγώς γλωσσολογικούς όρους.

Στα βασικά πλεονεκτήματα του παρόντος έργου συγκαταλέγεται, αρχικά, το πλούσιο αποθησαυρισμένο γλωσσικό υλικό: στις σελίδες του παρελαύνουν όροι-ταμπού που αναφέρονται σε χαρακτηριστικά, όπως η εξωτερική εμφάνιση (χοντρέλα, μπάζο, σαπιοκοιλιάς), η εθνική/εθνοτική προέλευση (κωλότουρκος, γύφτουλας, Αμερικανάκι), η ηλικία (μπαμπόγρια, ραμολιμέντο, χούφταλο), το φύλο (τσόκαρο, παρθενόπη, φλώρος), οι σεξουαλικές προτιμήσεις (γκέουλας, λέσβω, μπάι), η διανοητική συγκρότηση (στόκος, γκάου, ντουβάρι), η ψυχική ισορροπία (ψυχανώμαλος, θεοπάλαβος, τρελοκαμπέρω) κ.ο.κ. Επίσης, σχολιάζονται κοινωνιογλωσσικές ποικιλίες στις οποίες αφθονεί το ταμπού λεξιλόγιο, όπως η γλώσσα των νέων, της πιάτσας, του στρατού, των τοξικομανών κ.ά., και κειμενικά είδη όπως ο τηλεοπτικός λόγος, το τραγούδι και η γλώσσα του διαδικτύου. 
Τρεις συγγραφείς για ένα ιδιαίτερο βιβλίο
            Η οπτική που υιοθετείται είναι πολλαπλή. Κατά πρώτον, καταγράφονται ενδιαφέρουσες ετυμολογήσεις για τα παρατιθέμενα λεξήματα, οι οποίες φωτίζουν την ιστορία και τη σημασιολογική διαδρομή λέξεων που χρησιμοποιούμε καθημερινά, χωρίς, πολλές φορές, να γνωρίζουμε την προέλευσή τους. Μάλιστα, αρκετές από τις σχολιαζόμενες λέξεις-ταμπού δεν λημματογραφούνται στα διάφορα λεξικά της νέας ελληνικής, λόγω του άσεμνου ή αργκοτικού χαρακτήρα τους. Π.χ. πόσοι από εμάς γνωρίζουν ότι η λέξη ψωλή(μαζί με το ψωλός) απαντά ήδη σε κωμωδίες του Αριστοφάνη με τη σημασία ‘γυμνή βάλανος’, ενώ μεσαιωνικά είναι τα κλάνω, γαμήσι/γαμάω, βυζίον και μαλάκας; Ή ότιφακλάνα ήταν το λογοτεχνικό όνομα μιας βδελυρής στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά γυναίκας στον Σπανό, ανώνυμο, βωμολοχικό έργο του 14ου-15ου αι.; Ή ότι ο χαρακτηρισμόςκερατάς απαντά ήδη στα μέσα του 17ου αι., στον Φορτουνάτο του Μάρκου Αντώνιου Φώσκολου, με τη σημασία του απατημένου συζύγου; 

Επίσης, δίνεται έμφαση στους μηχανισμούς σχηματισμού του λεξιλογίου ταμπού, μορφολογικούς, όπως είναι η προσθήκη προθημάτων (π.χ. στερητικό α-: αγάμητη, καρα-: καρακατίνα, κωλο-: κωλοτρίβεται, ξε-: ξέκωλο κ.ά.) και επιθημάτων (βυζαρ-ού, πουστρ-όνι, γκάβ-ακας, γαμήκ-ουλας κ.λπ.), η σύνθεση (π.χ. μουνοπαγίδα, πιπινόγρια, κουτόφραγκος, χασοδίκης) κ.ο.κ., αλλά και σημασιολογικούς, όπως η μεταφορά (π.χ. γλάστρα για γυναίκα που αρκείται σε διακοσμητικό ρόλο), η μετωνυμία (π.χ. καριόλα,  από την ιταλ. λ. carriola, η οποία κατά τον 17ο αι. σήμαινε ‘σκελετός του κρεβατιού’, αργότερα ‘φτηνό ξυλοκρέβατο των λαϊκών πορνείων του μεσοπολέμου’ και τελικά ‘ηθικά μεμπτή γυναίκα’) και η σύμφυρση (π.χ. βυζούβιος, πουστάρδα). 

Παράλληλα με τους δυσφημισμούς, τις ωμά προσβλητικές λέξεις ή φράσεις, εξετάζονται και τα «ευγενικά» υποκατάστατά τους στο πλαίσιο της γλωσσικής ορθότητας, οι ευφημισμοί, οι μεταφορικές και «στρογγυλεμένες» λέξεις ή φράσεις (π.χ. η χρήση πνευστών οργάνων, όπωςφλογέρα και φλάουτο, για να δηλωθεί το στοματικό σεξ), και οι ορθοφημισμοί, οι τυπικά πιο επίσημες, κυριολεκτικές ή ουδέτερες εκφράσεις (π.χ. η έδρα αντικαθιστά ευφημιστικά τη λέξη κώλος· το ίδιο ισχύει και για τις απεκκριτικές διαδικασίες, π.χ. αφοδεύω έναντι χέζω). Έτσι, συγκροτείται ένα τριμερές θεωρητικό σχήμα ανάλυσης του ταμπού λεξιλογίου, αποτελούμενο από το συνεχές  δυσφημισμοί-ευφημισμοί-ορθοφημισμοί.

Επιπλέον, η ανάλυση των λεξημάτων πλαισιώνεται από κοινωνιογλωσσική τεκμηρίωση. Αναφέρουμε ενδεικτικά το παράδειγμα της ευρείας κοινωνικής κυκλοφορίας του όρουανώμαλος για τον ομοφυλόφιλο σε παλαιότερες – ελπίζουμε – εποχές, η οποία έχει πλέον στιγματιστεί ως απαράδεκτη, χάρη στις κατακτήσεις του ακτιβιστικού κινήματος Λ.Ο.Α.Τ.Κ., και την αλλαγή της σημασίας του όρου παρθένα, που στην παραδοσιακή κοινωνία ήταν σημειωμένος θετικά, αποτελώντας ιδανική και απαιτούμενη ιδιότητα της νέας γυναίκας, ενώ σήμερα αρνητικά, καθώς αποδίδεται ειρωνικά σε σεξουαλικά άπειρες κοπέλες.  

Σε ό,τι αφορά τις γεωγραφικές ποικιλίες, ένα σημαντικό τμήμα της ύλης του βιβλίου αντλείται από το αδημοσίευτο αρχείο του Κέντρου Ερεύνης των Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, με αποτέλεσμα να  παρατίθενται λέξεις-ταμπού από όλες τις διαλεκτικές ομάδες της νέας ελληνικής (π.χ. πορδοσάκουλο στα ποντιακά είναι το βρακί, ενώ κουράδι στο κρητικό ιδίωμα σημαίνει ‘κοπάδι αιγοπροβάτων’ σε αντίθεση με την κοινολεκτική χρήση του).  

Τέλος, δεν λείπει η διαγλωσσική και διαπολιτισμική διάσταση των λέξεων-ταμπού, η οποία επισημαίνεται αφενός μέσω μεταφραστικών δανείων, όπως κωλοτρυπίδα (< αγγλ. asshole),ομοφυλόφιλος (< αγγλ. homosexual ), χαρτί υγείας (< γαλλ. papier hygienique) κ.ά., καιορθογραφικών δανείων, π.χ. φετιχισμός (< γαλλ. fetichisme), τρανσβεστισμός (< αγγλ.transvestism) κ.λπ., και, αφετέρου, μέσω αναφορών, για συγκριτικούς λόγους, σε γλωσσικά δεδομένα από άλλες γλώσσες (π.χ. η λέξη τσιφούτης, που στη νέα ελληνική σημαίνει ‘τσιγγούνης, φιλάργυρος’ προέρχεται από την τουρκ. cιfιt, που αρχικά σήμαινε ‘Εβραίος’· επίσης, οι Άραβες ονόμαζαν ατζέμ τους Πέρσες, τους οποίους θεωρούσαν αιρετικούς και απολίτιστους, εξού και το νεοελληνικό ατζαμής).

Αξιοσημείωτο είναι ότι το βιβλίο είναι γραμμένο με εύληπτο για το μέσο αναγνώστη και παιγνιώδη τρόπο, όπως φαίνεται από τους ευφάνταστους τίτλους, με τους οποίους επιγράφονται οι επιμέρους ενότητες και υποενότητες: π.χ. «Πηδήκουλες και μπερμπάντηδες: Ο ηγεμονικός ανδρισμός», «‘Και κερατάς και δαρμένος!’: Η απιστία», «Από το βρακοζώνιστο…στρινγκάκι!», «‘Έκανε η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο’: Σωματικά υγρά και απεκκριτικές διαδικασίες», «‘Είδε τα ραδίκια ανάποδα’: Ο θάνατος», «‘Τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια’: Ο αλκοολισμός» κ.ά.

Το βιβλίο προλογίζει ο Θανάσης Νάκας, Καθηγητής Γλωσσολογίας του Π.Τ.Δ.Ε. του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ το εξώφυλλο έχει φιλοτεχνήσει ο σκιτσογράφος Μιχάλης Κουντούρης.