Η αγγελική φωνή της Κρήτης, μια φωνή που σε διαπερνά και δεν μπορείς ποτέ να την ξεχάσεις ή να την παραγνωρίσεις. Ο Νίκος Ξυλούρης έφυγε νωρίς και άφησε ένα τεράστιο κενό στην καλλιτεχνική, και όχι μόνο, ζωή του τόπου.
«Έχω δύο πατρίδες που αγαπώ το ίδιο! Την Ελλάδα και την Κρήτη», συνήθιζε να λέει. Και το εννοούσε. Δεν το έλεγε απλά για να το πει. Η Κρήτη ήταν η μάνα του και η Ελλάδα η μεγάλη του αδερφή. Ο «Αρχάγγελος της Κρήτης» παραμένει μέχρι σήμερα επίκαιρος, με την φλόγα της φωνής του να να μας ζεσταίνει κάθε φορά που τον ακούμε να δίνει την ψυχή του με το τραγούδι του.
Την έδωσε την ψυχή του. Όσο λίγοι. Για την Κρήτη, για την Έλλάδα, για την αγαπημένη του λύρα, για τον έρωτα της ζωής του. Η κληρονομιά του είναι τεράστια και ανεκτίμητη.
Η ζωή του στην Κρήτη
Ο Νίκος Ξυλούρης (ή Ψαρονίκος) γεννήθηκε στα Ανώγεια του νομού Ρεθύμνου, σε μια οικογένεια γεμάτη από μουσικούς ήχους. Δεν είναι τυχαίο ότι εκτός από τον Νίκο Ξυλούρη, γνωστοί μουσικοί είναι και τα αδέλφια του, Αντώνης (γνωστός ως Ψαραντώνης) και Γιάννης (γνωστός ως Ψαρογιάννης). Το παρατσούκλι έχει τις ρίζες του στην Τουρκοκρατία. Ο παππούς λέγεται ότι ήταν πολύ γρήγορος, ότι σχεδόν πετούσε. Στις μάχες λοιπόν «έτρωγε τους Τούρκους σαν τα ψάρια». Από εκεί βγήκε λοιπόν το πρόθεμα «Ψαρο-», που ακολούθησε όλη την οικογένεια.
Άρχισε να παίζει λύρα σε πολύ μικρή ηλικία και κατάφερε γρήγορα να παίζει σε γάμους και πανηγύρια. Στα 17 του χρόνια μετακόμισε στο Ηράκλειο, για να δουλέψει σε νυχτερινό μαγαζί.
Στα τέλη της δεκαετίας του '50 γνώρισε τη σύντροφο της ζωής του, Ουρανία Μελαμπιανάκη. Οι δυο τους ερωτεύτηκαν σχεδόν αμέσως, όμως το κρητικό κατεστημένο εκείνης της εποχής δεν τους επέτρεπε να επισημοποιήσουν τον έpωτά τους. Βλέπετε, ο Ξυλούρης ήταν ένας απλός λυράρης, με πολύ λίγα έσοδα, ενώ η Ουρανία προερχόταν από ευκατάστατη οικογένεια.
Όμως ο Νίκος Ξυλούρης δεν το έβαλε κάτω. Αποφάσισε να κάνει ό,τι θα έκανε ένας περήφανος Κρητικός που δεν τον άφηναν να παντρευτεί την αγαπημένη του: την έκλεψε. Και την παντρεύτηκε κρυφά στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στα Ανώγεια. Με την Ουρανία έκαναν 2 παιδιά, τον Γιώργο και τη Ρηνιώ.
Ο Ξυλούρης είχε αρχίσει να έχει την αναγνώριση ως μουσικός από την κρητική κοινωνία. Ηχογράφησε μάλιστα και μερικούς δίσκους, οι οποίοι είχαν άμεση επιτυχία. Όταν επιλέχθηκε και τον έστειλαν να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στον διαγωνισμό τραγουδιού του Σαν Ρέμο, ο Νίκος Ξυλούρης πήρε το πρώτο βραβείο και άρχισε να λύνει μια και καλή το ζήτημα των χρημάτων, ανοίγοντας ένα νυχτερινό κέντρο στο Ηράκλειο. Οι σειρήνες της νυχτερινής Αθήνας δεν θα αργήσουν να ηχήσουν.
Στην Αθήνα
Το 1969 μετακόμισε στην Αθήνα. Ασχολήθηκε με τη δισκογραφία, αλλά και με τις ζωντανές εμφανίσεις. Στη δισκογραφική του σταδιοδρομία μεγάλο ρόλο έπαιξε η γνωριμία του με τον ιδιοκτήτη της Columbia, Τάκη Λαμπρόπουλο, που τελικά οδήγησε σε κουμπαριά.
Ο δίσκος «Ριζίτικα» είναι ίσως ο πιο σημαντικός στην καλλιτεχνική του σταδιοδρομία, σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου. Τα ριζίτικα είναι παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, επαναστατικά, αφηγηματικά και ιστορικά, που πήραν το όνομά τους από τις ρίζες των βουνών της Δυτικής Κρήτης όπου τραγουδιούνταν: του Ψηλορείτη και των Λευκών Ορέων. Το πιο γνωστό τραγούδι του δίσκου είναι το «Πότε Θα Κάνει Ξαστεριά», που συνδέθηκε με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, όταν και έγινε σύνθημα στα χείλη των φοιτητών.
Τα χρόνια της δικτατορίας
Στα χρόνια της δικτατορίας, ο Νίκος Ξυλούρης εμφανιζόταν σε μπουάτ, με τη φωνή του να γίνεται σύμβολο της Αντίστασης. Σταθμός στην πορεία της καριέρας του ήταν η συμμετοχή στην παράσταση «Το Μεγάλο μας Τσίρκο», το καλοκαίρι του 1973, όπου συμπρωταγωνιστούσε με την Τζένη Καρέζη και τον Κώστα Καζάκο. Μια παράσταση άκρως πολιτική, που σατίριζε την εξουσία με έναν αιχμηρό, αλλά και βαθιά συναισθηματικό τρόπο.
Την περίοδο που ακολούθησε τα χρόνια της δικτατορίας, συνεργάστηκε με τον Χρήστο Λεοντή, τον Σταύρο Ξαρχάκο και πολλούς ακόμα σπουδαίους συνθέτες.
Το τέλος
Έφυγε από τη ζωή στις 8 Φεβρουαρίου του 1980, στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιώς, νικημένος από την επάρατη νόσο. Έμεινε στη μνήμη των περισσότερων ως σύμβολο αντίστασης κατά της χούντας. Πάνω απ' όλα όμως ήταν η αγγελική φωνή της Κρήτης, η ευγενική φυσιογνωμία, το καλό παιδί με την τεράστια ψυχή, όπως έλεγαν όσοι των γνώρισαν. Κι αυτό είναι που μετράει περισσότερο απ' όλα.