Πιστός στο καλοκαιρινό ραντεβού του με το μουσικόφιλο κοινό, ο Γιώργος Πέτρου και η Καμεράτα – Ορχήστρα Φίλων της Μουσικής επιστρέφουν στο Ηρώδειο, αλλά και στη μόνιμη αγάπη του Γιώργου Πέτρου, τη μουσική του Γκέοργκ Φρίντριχ Χαίντελ (1685-1759), ερμηνεύοντας τη δημοφιλή όπερα «Αλτσίνα», που πρωτοπαρουσίαστηκε στο Λονδίνο το 1735. Στην παράσταση του Ηρωδείου, που η Καμεράτα θα ερμηνεύσει με όργανα εποχής, τον ομώνυμο ρόλο θα ερμηνεύσει η διάσημη ελληνίδα σοπράνο Μυρτώ Παπαθανασιου.
Ο Γιώργος Πέτρου θεωρείται ειδικός στο έργο του Χαίντελ, με πολλά διεθνή βραβεία για τη διεύθυνση έργων του, ενώ από το 2021 θα αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του Διεθνούς Φεστιβάλ Χαίντελ του Γκέτινγκεν, τη Γερμανία. Εξηγώντας την αγάπη του για τη μουσική μπαρόκ, λέει, μιλώντας στο monopoli.gr, ότι «είναι πολύ κοντά στη σύγχρονη αισθητική», γι’ αυτό κι ίδιος νιώθει πως μπορεί, μέσα από αυτή, να εκφράσει πράγματα που αφορούν το σήμερα. Στη συνέντευξή του, ο Γιώργος Πέτρου δεν δίστασε να εκφράσει την αισιοδοξία του για το μέλλον της Καμεράτας, που παραμένει διοικητικά ακέφαλη και χωρίς χρήματα εδώ και τέσσερα χρόνια: «Είμαι σίγουρος ότι η λύση στα προβλήματά της είναι πολύ κοντά», λέει.
Μετά από τέσσερις διαδοχικές χρονιές που ασχοληθήκατε σκηνοθετικά με το μιούζικαλ («Kiss me Kate», «West Side Story», «Sweeney Todd», «Company»), επιστρέφετε στον Χαίντελ. Αναρωτιέμαι πόσο εύκολο είναι το πέρασμα από το ένα είδος θεάματος στο άλλο και αν, μουσικά, αναγνωρίζετε στοιχεία που τα ενώνουν, παρά τη χρονική απόσταση που χωρίζει τα δύο είδη.
Η αλήθεια είναι ότι τα σπουδαία έργα μουσικού θεάτρου (είτε λέγεται μιούζικαλ, είτε όπερα, είτε οπερέτα) είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Το ζητούμενο είναι πάντα μια πειστική δραματουργική και εικαστική προσέγγιση, με μέσα που καμιά φορά έρχονται σε κόντρα με την πρωταρχική γλώσσα ή και το περιεχόμενο του ίδιου του έργου. Με άλλα λόγια, μπορεί κανείς κάλλιστα να προσεγγίσει ένα έργο του 18ου αι. με σύγχρονη ματιά, χωρίς να πληγώσει το ίδιο το έργο, αρκεί οι δραματουργικές και εικαστικές επιλογές να γίνονται με κριτήριο την έκφραση και την επικοινωνία ενός συγκεκριμένου μηνύματος. Σε πρώτη φάση, λοιπόν, είναι απαραίτητο ο δημιουργός (μαέστρος ή σκηνοθέτης) να γνωρίζει τους κώδικες που χαρακτηρίζουν το κάθε έργο μουσικού θεάτρου (βάσει της εποχής του, του ήθους του, του χαρακτήρα του, της ποιότητάς του), ώστε μετά να αποφασίσει το αν ή το πόσο μπορεί να επέμβει στους κώδικες αυτούς και να δημιουργήσει τη δική του ματιά στο έργο.
Τι σας έκανε να στραφείτε και στη σκηνοθεσία των έργων που ανεβάζετε; Παρατηρώ ότι προτιμάτε να αναλαμβάνετε τη σκηνοθεσία των έργων που διευθύνετε περισσότερο στην Ελλάδα και σε μικρότερο βαθμό στο εξωτερικό. Γιατί;
Όπως είπα και παραπάνω, η διαδικασία της προσέγγισης ενός μουσικοθεατρικού έργου είναι πολύ περίπλοκη και απαιτεί μεγάλη έρευνα και ενδοσκόπηση όσον αφορά τη διαμόρφωση μιας προσωπικής προσέγγισης και ερμηνείας. Νιώθω ότι η μουσική κάθε έργου με εμπνέει στη δημιουργία εικόνων και δραματικών καταστάσεων, γιατί ως διευθυντής ορχήστρας έχω την εμπειρία να αποκωδικοποιώ μια παρτιτούρα και να την μεταφράζω σε θέατρο η δραματουργία. Η μουσική δραματουργία με οδηγεί στη διαμόρφωση μιας θεατρικής προσέγγισης, μια ιδέας που ορίζει και την προσωπική μου τοποθέτηση απέναντι στο έργο. Η δουλειά μου έως τώρα με έχει φέρει σε συνεργασίες με πολύ μεγάλους σκηνοθέτες, από τους οποίους έχω μάθει πολλά και πιστεύω ότι κι εγώ από την πλευρά μου τους έχω εμπνεύσει στις δημιουργίες τους. Με τα χρόνια ένιωσα την ανάγκη να δώσω σάρκα και οστά σε ένα έργο με ένα τρόπο ώστε η μουσική μου προσέγγιση να βαδίζει χέρι-χέρι με τη θεατρική. Η ενασχόληση με τη σκηνοθεσία μού βγήκε σαν μια εσωτερική ανάγκη και με κάνει να νιώθω πιο δημιουργικός. Στο εξωτερικό έρχονται πολλές παραγωγές στις οποίες αναλαμβάνω το ρόλο του σκηνοθέτη μαζί με το ρόλο του μαέστρου.
Στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών θα παρουσιάσετε την «Αλτσίνα». Ποια είναι η σκηνοθετική προσέγγιση, η ματιά σας ως σκηνοθέτη στο έργο;
Η όπερα του Χαίντελ «Αλτσίνα» είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου οπερατικά έργα. Η μάγισσα Αλτσίνα είναι μια τραγική ηρωίδα. Αναζητά την αγάπη, τη σύνδεση και την πραγματική ευτυχία μέσα από έναν έρωτα που δεν του δίνει τη δυνατότητα της ελεύθερης βούλησης. Είναι ερωτευμένη με τον υπερήρωα Ρουτζέρο και τον κρατάει κοντά της με μάγια. Ο Ρουτζέρο, μαγεμένος εραστής, δεν έχει το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής. Η Αλτσίνα έχει δημιουργήσει έναν κόσμο επιφανειακής ευτυχίας που βασίζεται στο ψέμα. Όταν η αλήθεια αποκαλύπτεται, την εγκαταλείπουν τόσο αυτοί που αγαπάει όσο και οι μαγικές της δυνάμεις. Όταν συνειδητοποιεί τι έχει χάσει, δίνει η ίδια μια τραγική κατάληξη, απελευθερώνοντας ταυτόχρονα όλους αυτούς που ήταν δέσμιοι κοντά της. Με την σκηνογράφο/ενδυματολόγο Γεωργίνα Γερμανού δημιουργήσαμε έναν μαγικό φανταστικό κόσμο, ένα ειδυλλιακό περιβάλλον ενός καταπράσινου κήπου με αληθινά δέντρα και φυτά μπροστά από το μνημείο του Ωδείου Ηρώδου Αττικού. Έναν ρεαλιστικό παράδεισο που έρχεται σε αντίθεση με το ψέμα της Αλτσίνας. Η Αλτσίνα και οι «υπήκοοί» της ζουν σε έναν κόσμο που υπακούει στη μεγαλόπρεπη αισθητική του μπαρόκ, με κοστούμια που θα μπορούσαν να βγουν μέσα από μια σκηνή όπερας του 18ου αι. Κινούνται στυλιζαρισμένα με μπαρόκ θεατρική κινησιολογία, όσο όμως οι σχέσεις αποκαλύπτουν το πραγματικό τους πρόσωπο οι συμβάσεις γίνονται όλο και πιο ρεαλιστικές. Αντίθετα, οι επισκέπτες, που έρχονται να σώσουν τον υπερήρωα Ρουτζέρο από τα δίχτυα της Αλτσίνας, είναι σημερινοί στρατιώτες, που μπαίνουν σε έναν εξωτικό κόσμο. Ανυπομονώ να δω στο Ηρώδειο το σκηνικό αυτό, με τα δέντρα και τα φυτά, καθώς και με μια εντυπωσιακή μπαρόκ πύλη και δύο τεράστιους πολυελαίους.
Εκτός από τη διεθνούς φήμης σοπράνο Μυρτώ Παπαθανασίου, ποιους άλλους καλλιτέχνες έχετε επιλέξει για την Αλτσίνα;
Συμπρωταγωνίστρια ή, μάλλον, συμπρωταγωνιστής της Μυρτούς είναι η επίσης διεθνώς διακεκριμένη μέτζο Μαίρη Έλεν Νέζη, που έχει και αυτή αναμετρηθεί με τον ρόλο του Ρουτζέρο σε μεγάλα θέατρα του εξωτερικού. Ο ρόλος αυτός είναι γραμμένος για έναν από τους πιο διάσημους καστράτο, ευνούχους δηλαδή, τραγουδιστές του 18ου αι.: τον Giovanni Carestini, με τεράστιες μουσικές και εκφραστικές απαιτήσεις. Η εξαιρετική σοπράνο Μυρσίνη Μαργαρίτη στην παραγωγή μας θα ερμηνεύσει τη Μοργκανα, την αδερφή της Αλτσίνας, ένα ρόλο με υπέροχες εκφραστικές και δεξιοτεχνικές άριες, που περιλαμβάνουν και το πολυαγαπημένο «Tornami a vageggiar». H Μυρσίνη ερμήνευσε μόλις πριν λίγες μέρες τον ρόλο της Αλτσ’ινας στο διεθνές φεστιβάλ Χαίντελ της Χάλλε. Την εξαιρετική διανομή συμπληρώνουν η ιταλίδα μέτζο Benedetta Mazzucato στον ρόλο της Μπρανταμάντε και οι τακτικοί μου συνεργάτες Θεοδώρα Μπάκα και Πέτρος Μαγουλάς, με τους οποίους έχουμε τόσο συναυλιακή όσο και δισκογραφική σχέση χρόνων.
Αισθάνεστε ότι η σχετικά έκκεντρη θέση της μπαρόκ όπερας στο οπερατικό ρεπερτόριο σάς προσφέρει μεγαλύτερη ελευθερία ως σκηνοθέτη για πειραματισμό;
Δεν νιώθω ότι η μπαρόκ όπερα αποτελεί κάποιο ιδιαίτερο μουσικό είδος σε σχέση με τα υπόλοιπα. Έχει, φυσικά, τους δικούς της κώδικες, και είναι απαραίτητο κανείς να τους γνωρίζει σε βάθος. Νιώθω ότι η θεϊκή μουσική του Χαίντελ, με τις υπέροχες μελωδίες αλλά και τα επίμονα ρυθμικά στοιχεία της, είναι πολύ κοντά στη σύγχρονη αισθητική, γι’ αυτό και σήμερα υπάρχει τέτοια αναγέννηση του μουσικού αυτού είδους. Ειδικά το συγκεκριμένο έργο ανεβαίνει στις μεγαλύτερες οπερατικές σκηνές του κόσμου.
Ως μαέστρος, θεωρείστε ειδικός στον Χαίντελ, έχετε βραβευτεί πολλές φορές διεθνώς για τη διεύθυνση έργων του, το 2021 πρόκειται να αναλάβετε τη διεύθυνση του Διεθνούς Φεστιβάλ Χαίντελ του Γκέτινγκεν. Πώς γεννήθηκε αυτή η «σχέση ζωής»;
Η σχέση αυτή με τη μουσική του Χαίντελ γεννήθηκε μέσα από μια αναζήτηση που έκανα προσπαθώντας να ξεφύγω από τα στενά πλαίσια της mainstream εκπαίδευσης που είχα ως πιανίστας. Γνώρισα λοιπόν αυτά τα καταπληκτικά πράγματα που συνέβαιναν στον μουσικό κόσμο από το 2000 και μετά, και ένιωσα πολύ έντονα ότι είχα μια ιδιαίτερη σύνδεση με αυτή τη μουσική. Νιώθω ακόμα ότι μπορώ να πω κάτι πολύ σύγχρονο και σημερινό μέσα από κώδικες του παρελθόντος. Η γνώση της ιστορικής ερμηνευτικής και τα όργανα εποχής βοηθούν πολύ σε αυτή την κατεύθυνση.
Η θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Χαίντελ συνεπάγεται την αναγκαστική απομάκρυνση από το ελληνικό καλλιτεχνικό γίγνεσθαι;
Καθόλου. Η θέση αυτή είναι εποχιακή, και κατά συνέπεια δεν δεσμεύει περισσότερους από δύο μήνες τον χρόνο από τη δραστηριότητά μου. Η σχέση μου με το ελληνικό καλλιτεχνικό γίγνεσθαι αφορά καθαρά τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα.
monopoli.gr