Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2024 -

Μάρκος Βαμβακάρης: Η άγνωστη ζωή του Πατριάρχη του ρεμπέτικου!



Είναι 10 Μαΐου του 1905, όταν στο φτωχικό σπίτι τους στο Σκαλί της Σύρου, ο Δομένικος και η Ελπίδα Βαμβακάρη αποκτούν τον πρώτο από τα έξι συνολικά παιδιά τους, τον γιο τους Μάρκο.

Ο «θεμελειωτής» του λαϊκού τραγουδιού και ένας από τους μεγαλύτερους ρεμπέτες γεννιέται στην καθολική οικογένεια του Δομένικου όπως, είναι άλλωστε  τα περισσότερα σπίτια της άνω χώρας.

Το 1909 ο μικρός Μάρκος θα γραφτεί στο σχολείο αλλά η επαφή του με το εκπαιδευτικό σύστημα δεν θα κρατήσει για πολύ, καθώς τρία χρόνια αργότερα, το 1912 θα αναγκαστεί να το εγκαταλείψει και να αφοσιωθεί στο κυριότερο για αυτόν μέλημα του, που είναι η εξασφάλιση των προς το ζην.

Εργάζεται αρχικά σε ένα κλωστήριο μαζί με την μητέρα του και έπειτα ως παιδί για όλες τις δουλειές σε ένα χασάπικο, σε ένα εφημεριδοπωλείο, σε ένα οπωροπωλείο, καθώς και ως λούστρος.

Το 1917 σε ηλικία μόλις 12 ετών, ο μικρός Μάρκος παίζει μαζί με άλλα παιδιά στην γειτονιά του. Σπρώχνει έναν βράχο και αυτός καταλήγει σε ένα μικρο σπίτι όπου μένει μια ηλικιωμένη γυναίκα. Ο φόβος του Μάρκου ότι ίσως να έχει τραυματίσει ή ακόμα και σκοτώσει την γυναίκα, του αλλάζει την ζωή. Βγάζει ένα εισιτήριο και φεύγει μόνος του από το νησί με προορισμό τον Πειραιά.

Η άφιξη του στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας και τόπο μιας «άσωτης» ζωής θα τον καθορίσει για πάντα.


Εκεί γνωρίζει τον «υπόκοσμο» της πρωτεύουσας, τις πιάτσες, τους τεκέδες και μαζί με αυτά, τους υπέροχους ήχους των μουσικών στα καταγώγια. Η μουσική είναι για αυτόν η δεύτερη φύση του, καθώς από μικρός ακούει τον πάτερα του να παίζει γκάιντα και να γράφει τα δικά του τραγούδια.

Μένει στα κακόφημα Ταμπούρια, όπου το πρωί εργάζεται στα κάρβουνα και το βράδυ διασκεδάζει στους τεκέδες. Αργότερα πιάνει δουλειά ως λιμενεργάτης και λίγο μετά καταλήγει εκδορέας στα σφαγεία της πόλης. 

Ο ήχος όμως του μπουζουκιού στα «ταξίμια» που ακούει από τα χέρια του Νίκου Αιβαλιώτη γίνεται η μεγάλη του αγάπη. Μαθαίνει μόνος του να το χειρίζεται επιδέξια και παραμένει μέχρι το τέλος ένας από τους σπουδαιότερους αυτοδίδακτους οργανοπαίκτες.

«Μου άρεσε τόσο πολύ, ώστε έκανα όρκο ότι αν δεν μάθω μπουζούκι θα κόψω τα χέρια μου με την στατίρα που σπάνε κόκαλα στο μαγαζί... τέτοιο πράγμα», είχε πει κάποτε ο ίδιος. 

Η πρώτη του αγάπη είναι η Ελένη Μαυροειδή, η «Ζιγκοάλα» όπως την αποκαλούσε ο ίδιος, μια πανέμορφη γυναίκα για την οποία λέγεται ότι έγραψε πλήθος τραγουδιών και την οποία και παντρεύεται σε ηλικία 21 χρόνων. Το πάθος του για αυτήν παράφορο.

Σύντομα όμως θα μετατραπεί σε απόλυτο μίσος, όπως πολλές φορές συμβαίνει με τους μεγάλους έρωτες. Μετά την αποκάλυψη της απιστίας της, το ζευγάρι θα χωρίσει.

Το 1925 θα αρχίσει να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Το έργο του Βαμβακάρη τεράστιο, με κάποια από τα πιο γνωστά τραγούδια που ακόμη και σήμερα ακούγονται σε κάθε μουσική εκδήλωση ελληνικής λαϊκής μουσικής. Ο Μάρκος θα γράψει πολλά τραγούδια με άλλο όνομα για να αποφύγει να πληρώσει τα κέρδη από αυτά ως διατροφή στην πρώην σύζυγο του.

Μεταξύ των 200 περίπου τραγουδιών του, η «Φραγκοσυριανή», «Τα ματόκλαδα σου Λάμπουν», «Το Μινόρε της Αυγής», το «Αντιλαλούν οι φυλακές», η «Άτακτη», «Οι Πρωθυπουργοί», το «Ρίξε Τσιγγάνα τα Χαρτιά», το «Καραντουζένι» και δεκάδες άλλα που τα επόμενα χρόνια θα τραγουδήσουν μερικές από τις σπουδαιότερες φωνές που έβγαλε αυτός εδώ ο τόπος. Είναι τότε που ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τον ακούει τυχαία σε μια ταβέρνα και αποφασίζει, μετά από την συνάντηση του με «το ιερό τέρας», να ασχοληθεί με την μουσική.

Το 1933, ο Βαμβακάρης, έχοντας ήδη γράψει 50 τραγούδια πείθεται να ηχογραφήσει τον πρώτο του δίσκο, το οποίο και κυκλοφορεί η Οντεόν. Την ίδια χρονιά δημιουργούν μαζί με τους φίλους του Γιώργο Μπάτη, Στράτο Παγιουμτζή και Ανέστη Δέλια ένα πρωτοποριακό σχήμα, την μουσική ομάδα «Η Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς», με την οποία και θα εμφανίζεται στο δικό του πλέον μαγαζί, τον ομώνυμο «Μάρκο» στα Άσπρα Χώματα. 

Η αρνητική απάντηση όμως από την αστυνομία για να δοθεί άδεια λειτουργίας στον χώρο που έχει δημιουργήσει τον αναγκάζει να φύγει και να επιστρέψει για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες στην Σύρο, παρέα με τον Γιώργο Μπάτη. Με την επιστροφή του γράφει τον ύμνο «Φραγκοσυριανή» για χάρη μιας άγνωστης νεαρής που έχει συναντήσει σε μια παραλία της Σύρου.

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος που ξεσπά έρχεται να ανακόψει την πιο δημιουργική περίοδο του Βαμβακάρη, κατά την οποία ηχογραφεί αρκετά κομμάτια και πραγματοποιεί εμφανίσεις στον «Βοτανικό», συντροφιά με τον Γιάννη Παπαϊωάννου. Ο πόλεμος όμως δεν κάνει εξαιρέσεις για κανέναν.


Το 1942 χάνει την μητέρα του, αλλά μπαίνει στην ζωή του η δεύτερη σύζυγος του, η Βαγγελιώ. Θα αποκτήσουν σύντομα δυο παιδιά, τα οποία όμως και πεθαίνουν πρόωρα. Το 1944 γεννιέται τελικά ο Βαγγέλης, το πρώτο από τα τρία συνολικά παιδιά του Μάρκου και της Βαγγελιώς, ακολουθούμενος από τον Στέλιο το 1947 και τον Δομένικο το 1949. 

Το διαζύγιο του και ο νέος γάμος του οδηγούν την Καθολική εκκλησία στην οποία και ανήκει ο Βαμβακάρης να τον αφορίσει, κάτι το οποίο θα αρθεί το 1966, όταν θα του δοθεί και πάλι η «χάρη της κοινωνίας» των Καθολικών.


Ο «άσωτος» Βαμβακάρης έχει συνέχεια προβλήματα με την «ευπρεπή» ζωή που επιτάσσει η ανατροφή και το δόγμα του. Συχνάζει σε κακόφημα μέρη, συναναστρέφεται με αλήτες, πόρνες και τοξικομανείς και μπαινοβγαίνει αρκετές φορές στα κρατητήρια και στις φυλακές. Αυτά τα βιώματα αποτυπωνονται στα σπουδαία τραγούδια που δημιουργεί.

Την δεκαετία του 1940 κατηγορείται για ανθρωποκτονία στην Θεσσαλονίκη, για το θάνατο μιας ιερόδουλης, με την οποία και έχει συνευρεθεί την ίδια νύχτα. Ο Βαμβακάρης αρνείται την ενοχή του και γλιτώνει χάρη σε έναν ανώτατο αστυνομικό της πόλης που λατρεύει την ρεμπέτικη λαϊκή μουσική. 

Ο τέλος του πολέμου βρίσκει τον Βαμβακάρη να παράγει ακόμη πιο πολλά τραγούδια και δίσκους και να πραγματοποιεί εμφανίσεις σε μέρη που γεμίζουν ασφυκτικά από κόσμο που θέλει να ακούσει τον σπουδαίο μουσικό. 


Το 1954 θα αρρωστήσει από αρθρίτιδα στα δάχτυλα και θα σταματήσει να παίζει. Όταν πια θα έχει γιατρευτεί, ο Βαμβακάρης θα ανακαλύψει ότι η μουσική βιομηχανία της εποχής τον έχει ξεπεράσει, με ελάχιστες προτάσεις να του γίνονται για να εμφανιστεί κάπου.

Όλα αλλάζουν το 1960, όταν ο Βασίλης Τσιτσάνης τον επανασυστήνει μαζί με την Κολούμπια στο φιλόμουσο κοινό, με τραγούδια του που τα ερμηνεύουν ο Μπιθικώτσης, ο Διονυσίου και η Καίτη Γκρέι. 

Ξεκινά έτσι μια «δεύτερη άνοιξη» για τον Βαμβακάρη και σύντομα βρίσκεται στις μπουάτ της Πλάκας αλλά και σε συναυλίες σε ολόκληρη την Ελλάδα.

Το 1972, στις 8 Φεβρουαρίου, ο Βαμβακάρης θα αφήσει τη τελευταία του πνοή στην Νίκαια, στα 66 του χρόνια, άπω νεφρική ανεπάρκεια. Για την κηδεία του ο γιος του Δομένικος αναγκάζεται να πάρει δάνειο για να καλύψει τα έξοδα της.