Το ιταλικό τελεσίγραφο και η κήρυξη του πολέμου αιφνιδίασαν σύσσωμο τον ελληνικό θεατρικό κόσμο. Αρκετοί ηθοποιοί επιστρατεύτηκαν, οδηγώντας τους θιασάρχες σε ανακατατάξεις και βέβαια σε αναθεωρήσεις των ρεπερτορίων. Το ενδιαφέρον στράφηκε στα πολεμικά τεκταινόμενα και ο καλλιτεχνικό κόσμος επικεντρώθηκε στην εμψύχωση του στρατευμένου πληθυσμού, στην ενθάρρυνση των συγγενών αλλά και γενικότερα στην τόνωση του ελληνικού φρονήματος.
Οι επιθεωρήσεις
Το μόνο θεατρικό είδος που θα μπορούσε να είναι διαρκώς επίκαιρο -να παρακολουθεί τις πολεμικές εξελίξεις- αλλά και ταυτόχρονα να έχει εύθυμο χαρακτήρα ήταν η επιθεώρηση. Όλοι οι συγγραφείς του είδους έσπευσαν να διακωμωδήσουν τις ιταλικές στρατιωτικές αποτυχίες με τα πολεμικά έργα: Πολεμικά Παναθήναια, Νοκ-άουτ, Κορόιδο Μουσολίνι, Πολεμικές καντρίλιες, Πρωτοβρόχια, Φινίτο λα μούζικα, Μπράβο κολονέλο, Μπέλλα Γκρέτσια, Πολεμική Αθήνα, Μπόμπα, Αθήνα-Ρώμη και φεύγουμε.
Στην επιθεώρηση Μπέλλα Γκρέτσια του Μίμη Τραϊφόρου στο θέατρο «Μοντιάλ» η Σοφία Βέμπο πρωτοτραγούδησε «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» προκαλώντας συγκίνηση, με αποτέλεσμα να ανακηρυχθεί η εθνική ερμηνεύτρια, η φωνή της εμπόλεμης Ελλάδας. Τα σατιρικά τραγούδια της όπως «Στον πόλεμο βγαίν’ ο Ιταλός» και «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» ηχογραφούνται, ακούγονται σε όλα τα ελληνικά ραδιόφωνα και τραγουδιούνται ακόμα και στα πεδία των μαχών.
Γερμανική κατοχή
Λίγες ημέρες μετά τη γερμανική εισβολή, στις 12 Μαΐου 1941, επιβλήθηκαν οι πρώτες απαγορεύσεις της «Διευθύνσεως Λαϊκής Διαφωτίσεως» -η οποία λειτουργούσε ήδη από τη μεταξική δικτατορία- προς τους θιασάρχες. Την ώρα που η λογοκρισία επισκίαζε κάθε θεατρική δραστηριότητα, οι συγγραφείς κατάφερναν να ελίσσονται με υπαινικτικές αναφορές. Οι θιασάρχες ήταν υποχρεωμένοι απ’ τη μια να υποστηρίξουν τη γερμανική δραματουργία και απ’ την άλλη απαγορευόταν αυστηρά να παραστήσουν από σκηνής έργα συγγραφέων των συμμαχικών χωρών! Οι θίασοι (της Κατερίνας, των Βεάκη – Μανωλίδου – Παπά – Δενδραμή, του Θεάτρου Τέχνης κ.ά.) κατέφευγαν σε τεχνάσματα «γαλλοποιώντας» ή μετονομάζοντας τους τίτλους έργων -κυρίως αμερικανικών και σοβιετικών- και τα ονόματα των συγγραφέων. Σε περίπτωση αποκάλυψης των επινοημάτων των καλλιτεχνών οι κυρώσεις που επιβάλλονταν ήταν χρηματικά πρόστιμα, κλείσιμο θεάτρων και συλλήψεις.
Σε σημαντική προσωπικότητα του θεάτρου κατά την περίοδο της Κατοχής αναδείχθηκε ο Βασίλης Ρώτας. Το 1942 ίδρυσε το «Θεατρικό Σπουδαστήριο», όπου δίδαξαν σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής (Αυγέρης, Σιδέρης, Τσαρούχης, Φωκάς κ.ά.), ενώ παράλληλα με πρωτοβουλία του δίνονται παραστάσεις σε σχολεία και σε θέατρα, είτε δωρεάν είτε συγκεντρώνοντας τις εισπράξεις υπέρ του αγώνα της Αντίστασης. Πολλοί συγγραφείς αλλά και ηθοποιοί εντάχθηκαν στους κόλπους της Εθνικής Αντίστασης και καταδιώχθηκαν από τον κατακτητή, όπως η Ρένα Ντορ, ο Σπύρος Πατρίκιος, η Φρόσω Κοκόλα, ο Γιάννης Βεάκης, ο Πέλος Κατσέλης, η Δανάη Στρατηγοπούλου, η μούσα του Αττίκ, ο οποίος λίγο πριν την απελευθέρωση αυτοκτόνησε μη μπορώντας να ανεχθεί τον εξευτελισμό της Κατοχής. Απαξιωτικό τέλος βρήκε τον τενόρο Λεάνδρο Καβαφάκη και τις ηθοποιούς Μανταλένα Χατζοπούλου και Λέλα Καραγιάννη, οι οποίοι εκτελέστηκαν τον Αύγουστο του 1944 στο Δαφνί.
Το 1942 ιδρύθηκε και το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης αναφέρεται στην παράτολμη πρωτοβουλία: «…Η εποχή της κατοχής ήταν μια συναισθηματικά πλούσια εποχή. Έπαιρνες και έδινες πολλά. Μας ζώνανε κίνδυνοι, στερήσεις, βία και τρομοκρατία. Γι’ αυτό σαν άνθρωποι αισθανόμασταν την ανάγκη πίστης, εμπιστοσύνης, συναδέλφωσης, έξαρσης και θυσίας». Η εναρκτήρια παράσταση του νεοσύστατου θεάτρου ήταν στις 7 Οκτωβρίου 1942 με την Αγριόπαπια του Ίψεν. Ακολούθησαν έργα των Ξενόπουλου, Πιραντέλο, Στρίντμπεργκ, Λόρκα, Μαξίμ Γκόρκι, Γ. Σεβαστίκογλου κ.ά. Το 1943 ιδρύθηκε ο «Όμιλος Φίλων του Θεάτρου Τέχνης», με σκοπό την ανάπτυξη δεσμών ανάμεσα στους θεατές και το θέατρο.
Το «θέατρο του βουνού»
Στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής γεννιέται στην ελληνική επαρχία, στους ορεινούς όγκους, το «θέατρο του βουνού», το θεατρικό είδος που υπηρέτησε πιστά τον αντιστασιακό αγώνα. Το 1944 ο Βασίλης Ρώτας ίδρυσε το «Θεατρικό όμιλο της ΕΠΟΝ Θεσσαλίας», στον οποίο συμμετείχαν αντάρτες ερασιτέχνες ηθοποιοί, αλλά και επαγγελματίες. Παράλληλα, στα βουνά της Ηπείρου δραστηριοποιείται ο θίασος «Λαϊκή Σκηνή» με πρωτεργάτη τον φιλόλογο και ποιητή Γ. Κοτζιούλα και τη σύμπραξη της VIII Μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Το δραματολόγιο του «θεάτρου του βουνού» αποτελείτο κυρίως από πρωτότυπα αυτοσχέδια έργα, τα οποία θεματολογικά σχετίζονταν με την Ελληνική Επανάσταση του 1821, τις δυσκολίες επιβίωσης των ανταρτών στα αφιλόξενα ελληνικά βουνά κ.ά. Τα έργα, κάποιες φορές άτεχνα αλλά πάντα εκφραστικά, παριστάνονταν σε σχολεία και πλατείες της ελληνικής επαρχίας, αντανακλώντας τις αγωνίες και προσδοκίες του μαχόμενου έθνους.
γράφει η Κατερίνα Διακουμοπούλου, θεατρολόγος/24γράμματα