Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024 -

Αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι



Προϊστορία και γένεση των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων

Η ελληνική γλώσσα εμφανίζεται από την αυγή της ιστορίας της διασπασμένη σε πολυάριθμες τοπικές παραλλαγές, δηλαδή σε διαλέκτους. Εξαιτίας όμως της έλλειψης επαρκών γραπτών μαρτυριών από την εποχή προ του 8ου π.Χ. αιώνα δεν είναι εύκολο να παρακολουθήσουμε λεπτομερώς και να τοποθετήσουμε χρονικά τη σταδιακή διαδικασία διάσπασης της πρωτοελληνικής (δηλαδή της προϊστορικής αμάρτυρης μορφής της ελληνικής) σε διαλέκτους. Η γλώσσα των μυκηναϊκών κειμένων (1400-1200 π.Χ.) και των ομηρικών επών (8ος π.Χ. αιώνας και παλαιότερα) -στη γλώσσα των οποίων μπορούμε σαφώς να διακρίνουμε δύο διαφορετικές διαλέκτους- καθώς και συγκεκριμένες ενδείξεις οδηγούν πάντως στο συμπέρασμα ότι μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά των διαλέκτων, τα οποία εντοπίζονται σε πηγές των ιστορικών χρόνων, είχαν στο δεύτερο ήμισυ της 2ης π.Χ. χιλιετίας ήδη οδηγήσει στη διαμόρφωση τοπικών παραλλαγών στην ελληνική γλώσσα. Είναι όμως πιθανό ότι την εποχή εκείνη η διαδικασία αυτή δεν είχε προχωρήσει ακόμη τόσο ώστε να μιλάμε ήδη για πλήρως διαμορφωμένες ομάδες διαλέκτων, δηλαδή των κατοπινών ιωνικής, αρκαδικής, αιολικής και δυτικής ελληνικής. Για παράδειγμα, η ιωνική και η αρκαδική, οι οποίες εμφανίζουν σημαντικά κοινά στοιχεία, πιθανόν δεν είχαν την εποχή εκείνη πλήρως διαμορφωθεί και αποτελούσαν μέρη μίας σε γενικές γραμμές ενιαίας ακόμη διαλέκτου, στην οποία μπορεί να συμπεριληφθεί και η ελληνική των μυκηναϊκών κειμένων. Η διαλεκτική πολυδιάσπαση της (αρχαίας) ελληνικής θεωρείται γενικά προϊόν των πληθυσμιακών μετακινήσεων που έλαβαν χώρα στον ευρύτερο ελλαδικό-αιγαιακό χώρο κατά τη γεωμετρική εποχή (11ος-8ος π.Χ. αι.), αλλά και της αποικιστικής δραστηριότητας των Ελλήνων κατά την αρχαϊκή εποχή (7ος-6ος π.Χ. αι.), όταν τμήματα πληθυσμών του κυρίως ελληνικού χώρου εγκαταστάθηκαν σε πολλές παράκτιες περιοχές της λεκάνης της Μεσογείου και αποκόπηκαν έτσι από την άμεση επικοινωνία με τις μητροπόλεις. Το γεγονός αυτό θα οδήγησε με την πάροδο του χρόνου στην απομάκρυνση των διαλέκτων των αποίκων από τις αντίστοιχες των μητροπόλεων, ενώ ο συχνά μεικτός πληθυσμός των αποικιών (από αποίκους προερχόμενους από διαφορετικές περιοχές δηλαδή) θα οδήγησε σε δημιουργία νέων μεικτών διαλέκτων.

Η κατά τόπους διαφοροποίηση της αρχαίας ελληνικής, και μάλιστα σε μικρή κλίμακα, φαίνεται πως ήταν έντονη, γεγονός που συνδέεται και με τον γεωγραφικό και πολιτικό κατακερματισμό της χώρας. Σε λίγες σχετικά περιπτώσεις διαφαίνεται στις πηγές η σε μικρή κλίμακα κατά τόπους διαφοροποίηση της διαλέκτου μιας ευρύτερης περιοχής. Έτσι, για παράδειγμα, οι σωζόμενες επιγραφές της θεσσαλικής αιολικής αφήνουν να διαφανούν τρεις τοπικές παραλλαγές, ενώ τοπικές διαφορές διαφαίνονται και σε άλλες περιπτώσεις, όπως της βοιωτικής αιολικής, της κρητικής δωρικής κλπ. Σε ό,τι αφορά την αττική διάλεκτο, οι σωζόμενες από διάφορες περιοχές της Αττικής επιγραφές μάς παρουσιάζουν μια ομοιογενή διάλεκτο χωρίς κατά τόπους διαφορές. Το γεγονός αυτό σχετίζεται προφανώς και με τη φύση των (εκτενέστερων) κειμένων της, τα οποία στο μεγαλύτερο μέρος τους είναι επίσημα κείμενα γραμμένα σε μία «υψηλή» ενιαία μορφή γλώσσας, που απέχει βέβαια από την ομιλούμενη. Από ελάχιστες διαλέκτους διαθέτουμε στοιχεία για πιθανές κοινωνικές τους παραλλαγές και για τα διάφορα γλωσσικά ύφη (επίσημο ύφος, καθημερινό ύφος, χυδαίο ύφος, γλώσσα των γυναικών, παιδική γλώσσα κλπ.). Οι γνώσεις μας περιορίζονται συνήθως στο επίσημο/υψηλό ύφος κάθε διαλέκτου. Στην αρχαία Ελλάδα η τοπική διάλεκτος απολάμβανε το καθεστώς της «επίσημης γλώσσας» της κάθε πόλης, δηλαδή της γλώσσας στην οποία συντάσσονταν τα δημόσια κείμενα. Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει από τον 4ο π.Χ. αι., όπως θα δούμε πιο κάτω. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι μεταξύ των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων δεν υπήρχαν στεγανά. Αντιθέτως οι διάλεκτοι βρίσκονταν σε μια διαρκή διαδικασία αλληλεπίδρασης.
Κατάταξη, γεωγραφική τοποθέτηση και χαρακτηριστικά των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων

Οι αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι κατατάσσονται συνήθως σε τέσσερις μεγάλες ομάδες: ιωνική, αρκαδική, αιολική και δυτική ελληνική. Κατά καιρούς έχουν βέβαια προταθεί εναλλακτικές ταξινομήσεις.
α. Ιωνική

Πρόκειται για τη διάλεκτο του φύλου των Ιώνων, το οποίο κατά τη 2η π.Χ. χιλιετία φέρεται εγκατεστημένο σε εκτεταμένα τμήματα της νοτιότερης ηπειρωτικής Ελλάδας. Αργότερα απωθήθηκαν ή αφομοιώθηκαν από άλλα φύλα για να περιοριστούν τελικά στην Αττική και την Εύβοια. Εγκαταστάθηκαν επίσης στο μεγαλύτερο μέρος των Κυκλάδων (εκτός των νησιών Ανάφης, Θήρας, Φολεγάνδρου, Μήλου και Κιμώλου), σε τμήμα της Δωδεκανήσου (Πάτμος, Λέρος), στη Σάμο, την Ικαρία και τη Χίο, και τέλος στις απέναντι μικρασιατικές ακτές (Ιωνία) ιδρύοντας αρκετές πόλεις, με σημαντικότερες τη Μίλητο και την Έφεσο. Οι ευβοϊκές πόλεις, και κυρίως η Χαλκίδα και η Κύμη, ανέπτυξαν έντονη αποικιστική δραστηριότητα ιδρύοντας αποικίες στη Χαλκιδική (το όνομα της χερσονήσου προέρχεται από το όνομα της μητρόπολης Χαλκίδας) και στη Μεγάλη Ελλάδα (Κάτω Ιταλία-Σικελία). Ιωνικές αποικίες ιδρύθηκαν επίσης στις ακτές της Μακεδονίας και της Θράκης (Θάσος, Άβδηρα, Μαρώνεια κλπ.), στις νότιες ακτές της Γαλατίας (σημερινής Γαλλίας) με σημαντικότερη τη Μασσαλία, και στις ανατολικές ακτές της Ιβηρικής χερσονήσου και στις ακτές του Ευξείνου Πόντου, όπου κυριάρχησε με την αποικιστική της δραστηριότητα η Μίλητος. Παρακλάδι της ιωνικής είναι η αττική διάλεκτος, η οποία παρά τη σαφή ιωνική καταγωγή της εμφανίζει αρκετές ιδιαιτερότητες που της προσδίδουν ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα στα πλαίσια της ιωνικής ομάδας. Η ιωνική των Κυκλάδων («κεντρική» ιωνική) πλησιάζει περισσότερο τη μικρασιατική («ανατολική») ιωνική, ενώ η ιωνική της Εύβοιας («δυτική» ιωνική) πλησιάζει περισσότερο την αττική.

Μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της ιωνικής ομάδας είναι: Τροπή του παλαιού μακρού α σε η (= μακρό ε): φᾱ́μα > φήμη, νᾶσος > νῆσος, δᾶμος > δῆμος. Σίγηση του φθόγγου που συμβολιζόταν με το γράμμα F(δίγαμμα): Fέργον > ἔργον, Fοῖκος > οἶκος. Τροπή της συλλαβής τι σε σι: δίδωσι, εἴκοσι, διακόσιοι (αντίστοιχα δωρικά: δίδωτι, Fίκατι, διακάτιοι). Κλίση του πληθυντικού των προσωπικών αντωνυμιών ως εξής: ἡμέες ἡμέων ἡμέας (αττικά με συναίρεση ἡμεῖς ἡμῶν ἡμᾶς). Απαρέμφατα σε -ναι: εἶναι, τιθέναι, λελυκέναι. Τα δύο τελευταία χαρακτηριστικά η ιωνική τα μοιράζεται με την αρκαδική. Ειδικότερα η αττική διάλεκτος εμφανίζει τροπή του διπλού σ σε ττ (θάλαττα, φυλάττω), τροπή του συμπλέγματος ρσ σε ρρ (θάρσος > θάρρος, ἄρσεν > ἄρρεν), συναίρεση των εα, εο, εω σε η,ου, ω αντίστοιχα (γένεα > γένη, φιλέομεν > φιλοῦμεν, γενέων > γενῶν) κλπ.
β. Αρκαδική (και κυπριακή) ή αρκαδοκυπριακή

Η διάλεκτος του φύλου των Αρκάδων. Η διάλεκτος αυτή, η οποία κατά τη μυκηναϊκή εποχή φαίνεται ότι μιλιόταν σε σημαντικά μεγαλύτερη έκταση, με τη λεγόμενη «κάθοδο των Δωριέων» περιορίστηκε στο εσωτερικό της Πελοποννήσου. Αρκαδόφωνοι πληθυσμοί εγκαταστάθηκαν κατά τον 11ο π.Χ. αι. στην Κύπρο, η διάλεκτος της οποίας, παρά τη γεωγραφική αποκοπή της από την Αρκαδία, εμφανίζει σαφή συγγένεια με τη διάλεκτο της τελευταίας. Η κυπριακή διάλεκτος υπήρξε η μόνη αρχαία ελληνική διάλεκτος των ιστορικών χρόνων, η οποία αποδόθηκε γραπτώς όχι όπως οι υπόλοιπες, με κάποια παραλλαγή του ελληνικού αλφαβήτου, αλλά με μια συλλαβογραφική γραφή, ατελή για την απόδοση της ελληνικής γλώσσας, γνωστή ως κυπριακό συλλαβάριο. Η γραφή αυτή συγγενεύει με τη μυκηναϊκή γραμμική Β΄ γραφή και η χρήση της εγκαταλείφθηκε τον 4ο π.Χ. αι. μαζί με τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου στις επιγραφές. Η αρκαδοκυπριακή ομάδα εμφανίζει σημαντικά και παλαιά κοινά στοιχεία με την ιωνική ομάδα, και στενή συγγένεια με την ελληνική των μυκηναϊκών κειμένων, χωρίς να είναι σαφής η ακριβής σχέση μεταξύ τους. Στην αρκαδοκυπριακή ομάδα περιλαμβάνεται συνήθως και η παμφυλιακή, η διάλεκτος των ελληνικών αποικιών της Παμφυλίας στις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας απέναντι από την Κύπρο. Η διάλεκτος αυτή εμφανίζει και δωρικές προσμείξεις. Μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της αρκαδοκυπριακής είναι: Διατήρηση του παλαιού μακρού α (βλ. πιο πάνω). Διατήρηση του φθόγγου που συμβολίζεται με το F(βλ. πιο πάνω). Οι παλαιοί φθόγγοι *r̥ και *m̥ τράπηκαν σε ορ/ρο και ο αντίστοιχα (αντί αρ/ρα και α): τέτορτος,δέκοτος (αττ. τέταρτος, δέκατος). Τροπή της συλλαβής τι σε σι (π.χ. φέροντι > φέρονσι). Τροπή του ληκτικού ο σε υ (προφ. u): ἄλλυ, γένοιτυ κλπ. Κατάληξη -ής αντί -εύς (ἰερής = ἱερεύς). Κλίση των «συνηρημένων ρημάτων» κατά τα εις -μι (π.χ. πόημι = ποιέω/ῶ). Καταλήξεις της μέσης φωνής -τοι και -ντοι (αντί -ται,-νται, π.χ. κεῖτοι = κεῖται, διαδικάσωντοι = διαδικάσωνται). Απαρέμφατα σε -ναι (βλ. πιο πάνω). Ο σύνδεσμος κάς = καί. Προθέσεις: πός = πρός, ἀπύ = ἀπό, ὀν = άνά κλπ.
γ. Αιολική

Η διάλεκτος του φύλου των Αιολέων, η οποία κατά τους ιστορικούς χρόνους μιλιόταν στη Βοιωτία, τη Θεσσαλία, τη Λέσβο και τις απέναντι μικρασιατικές ακτές (την «Αιολίδα»). Εμφανίζει αρκετά κοινά στοιχεία με την αρκαδική, γι’ αυτό και παλαιότερα περιλαμβανόταν από τους επιστήμονες μαζί με την τελευταία σε μια ευρύτερη ομάδα, την οποία ονόμαζαν αχαϊκή. Σήμερα γίνεται γενικά δεκτό ότι πρόκειται για δύο ξεχωριστές ομάδες. Σημαντικά κοινά στοιχεία εμφανίζουν επίσης η βοιωτική και η θεσσαλική αιολική με τις δυτικές ελληνικές διαλέκτους (δηλ. τις δωρικές με την ευρύτερη έννοια). Μερικά από τα χαρακτηριστικά της αιολικής ομάδας είναι: Διατήρηση του παλαιού μακρού α (βλ. πιο πάνω). Οι παλαιοί φθόγγοι *r και *m̥ τράπηκαν σε ορ/ρο και ο αντίστοιχα (αντί αρ/ρα και α): στρότος, βρόχυς,δέκο, ἑκοτόν. Οι παλαιοί χειλοϋπερωικοί φθόγγοι εξελίχθηκαν πριν από πρόσθια φωνήεντα σε χειλικούς (και όχι σε οδοντικούς όπως στην ιωνική και τη δυτική ελληνική): πέτταρες/πέσυρες (αττικά τέτταρες, δωρικά τέτορες = τέσσερις), Βελφοί = Δελφοί, Πετθαλοί/Φετταλοί = Θεσσαλοί, φήρ = θήρ, πέμπε = πέντε. Δοτική πληθυντικού της γ΄ κλίσης σε -εσσι: παίδεσσι = παισί (ὁ παῖς). Κλίση, μόνο στη λεσβιακή και στη θεσσαλική, των «συνηρημένων ρημάτων» κατά τα εις -μι: κάλημι, ἀξίωμι (καλέω/ῶ, ἀξιόω/ῶ). Μετοχή ενεργητικού παρακειμένου σε -ων (γενική -οντος) αντί σε -ώς/ -ότος: ἐπεστᾱ́κοντα = αττ. ἐφεστηκότα. Απαρέμφατα σε -μεν(αι) αντί -ναι (ἦμεν/εἶμεν/ἔμμεν(αι) = εἶναι, τιθέμεν = τιθέναι). Το αριθμητικό ἴα = μία. Προθέσεις: ἀπύ = ἀπό, πεδά = μετά, ὀν = ἀνά κλπ.
δ. Δυτική ελληνική ή δωρική (με την ευρύτερη έννοια)

Η διάλεκτος των Δωριέων, του αρχαίου ελληνικού φύλου, στην κάθοδο του οποίου προς νότο (η «κάθοδος των Δωριέων») αποδίδεται παραδοσιακά η κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού κατά το 12ο π.Χ. αι. Δωριείς εγκαταστάθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου (πλην της Αρκαδίας) και στην περιοχή των Μεγάρων απωθώντας, υποτάσσοντας ή αφομοιώνοντας παλαιότερους ελληνόφωνους πληθυσμούς. Δυτικού τύπου διάλεκτοι μιλιόνταν και σε ολόκληρη την ηπειρωτική βορειοδυτική Ελλάδα (Ήπειρος και σημερινή Στερεά Ελλάδα: Φωκίδα/Δελφοί, Λοκρίδα, Φθιώτιδα, Αιτωλία, Ακαρνανία). Οι τελευταίες περιλαμβάνονται από τους γλωσσολόγους σε μια ιδιαίτερη υποομάδα, την οποία ονομάζουν βορειοδυτική, η οποία εμφανίζει χαρακτηριστικούς αλλά όχι παλαιούς νεωτερισμούς και επομένως θεωρείται ως το αποτέλεσμα νεότερων εξελίξεων. Σε αυτήν περιλαμβάνονται συνήθως και οι διάλεκτοι της Ηλείας και της Αχαΐας. Δωριείς εγκαταστάθηκαν και στην Αίγινα, σε νησιά των Κυκλάδων (Μήλος, Θήρα κλπ.), στα περισσότερα νησιά των Δωδεκανήσων (Ρόδος, Κως, Κάρπαθος κ.ά.) και στην Κρήτη. Επίσης ίδρυσαν αποικίες στην απέναντι από τα Δωδεκάνησα μικρασιατική ακτή (Αλικαρνασσός, Κνίδος κλπ.), στη βόρειο Αφρική (Κυρήνη κλπ.) και τη Μεγάλη Ελλάδα. Ορισμένες δωρικές πόλεις της μητροπολιτικής Ελλάδας, όπως η Κόρινθος, τα Μέγαρα και η Ρόδος, ανέπτυξαν έντονη αποικιστική δραστηριότητα ιδρύοντας πολλές αποικίες κυρίως στις ακτές του Ιονίου και τη Σικελία (Κέρκυρα, Συρακούσες, Γέλα, Σελινούς, Ακράγας κλπ.), ενώ δωρικές αποικίες υπήρξαν η Ποτίδαια στη Χαλκιδική (της Κορίνθου) και το Βυζάντιο, δηλ. η μετέπειτα Κωνσταντινούπολη (των Μεγάρων). Τέλος, διάλεκτο δυτικού τύπου πιθανότατα μιλούσαν και οι Μακεδόνες, αν και τα διαθέσιμα στοιχεία δεν επιτρέπουν ακόμη τη σαφή κατάταξη της μακεδονικής.
Η Α. Παναγιώτου και ο Μ. Βουτυράς μιλούν για τη μακεδονική, από γλωσσολογική και αρχαιολογική άποψη• “Βαβυλωνία” Channel X

Μερικά βασικά χαρακτηριστικά της δυτικής ελληνικής, της συντηρητικότερης από τις ομάδες των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων, είναι: Διατήρηση του παλαιού μακρού α: φᾱ́μᾱ= φήμη, νᾶσος = νῆσος, ἀρχᾱ́ = ἀρχή. Διατήρηση της συλλαβής τι: πρᾱ́σσοντι = πράττουσι, δίδωτι = δίδωσι, διακάτιοι = διακόσιοι. Πληθυντικός του οριστικού άρθρου τοί, ταί (= οἱ, αἱ). Κατάληξη -μες του α΄ προσώπου πληθυντικού των ρημάτων: ἔχομες = ἔχομεν. Αόριστος σε -ξα των ρημάτων σε -ζω: ἐψᾱ́φιξα = ἐψήφισα, ἐκόμιξα = ἐκόμισα. Απαρέμφατα σε -μεν: ἦμεν/εἶμεν = εἶναι, διδόμεν = διδόναι, στᾶμεν = στῆναι, γραφῆμεν = γραφῆναι. Μέλλοντας σε -σέω: δωσέω = δώσω. Διάφορα: πρᾶτος = πρῶτος, τέτορες = τέτταρες, οι αντωνυμίες τύ = σύ και τῆνος = ἐκεῖνος, το δυνητικό μόριο κα = ἄν, η πρόθεση ποτί = πρός κλπ.
Πηγές των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων

Ο βαθμός, στον οποίο γνωρίζουμε τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους ποικίλλει ανάλογα με την περιοχή και συνδέεται προφανώς με τη θέση του γραπτού λόγου σε κάθε τοπική κοινωνία της αρχαίας Ελλάδας, την ισχύ και τη σημασία της καθεμιάς, την πολιτιστική της ανάπτυξη και ακτινοβολία, αλλά πιθανότατα και με άλλους, ιδιαίτερους για κάθε περίπτωση, παράγοντες. Έτσι, ενώ διαθέτουμε ένα ογκώδες σώμα πηγών κάθε είδους για την αττική και τη μικρασιατική ιωνική διάλεκτο, οι γνώσεις μας για άλλες τοπικές διαλέκτους, όπως π.χ. της Ηπείρου ή πολλών νησιών είναι από ανύπαρκτες έως πολύ περιορισμένες. Επίσης σε λίγες σχετικά περιπτώσεις (π.χ. αττική, λακωνική δωρική, βοιωτική αιολική) διαθέτουμε επαρκείς πηγές από διάφορες εποχές ώστε να παρακολουθήσουμε μέσα από αυτές την εξέλιξη μιας τοπικής διαλέκτου διαμέσου των αιώνων.

Τις γνώσεις μας για τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους αντλούμε κυρίως από τις εξής πηγές:

α. Επιγραφές: Η αμεσότερη, αυθεντικότερη και πολυτιμότερη πηγή για τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους και την εξέλιξή τους. Για ορισμένες μάλιστα διαλέκτους, όπως π.χ. η αρκαδική ή η μεσσηνιακή δωρική, αποτελούν τη μοναδική σχεδόν (ή την κυριότερη) πηγή πληροφοριών. Είναι χαραγμένες σε πέτρα, μέταλλο, μάρμαρο και αγγεία και έχουν ποικίλο περιεχόμενο, που ως ένα βαθμό καθορίζει και τη γλωσσική τους μορφή. Με τις ορθογραφικές διακυμάνσεις τους μπορούν να μας παράσχουν πολύτιμες πληροφορίες για την προφορά της διαλέκτου που καταγράφουν.

β. Τα αρχαία λογοτεχνικά κείμενα: Ολόκληρη η γραμματεία της αρχαϊκής και της κλασικής εποχής είναι γραμμένη σε κάποια αρχαία ελληνική διάλεκτο, γεγονός που συνδέεται με την απουσία μέχρι τον 4ο π.Χ. αι. (γραπτής και προφορικής) «κοινής» ή «επίσημης» γλώσσας-προτύπου για ολόκληρο τον ελληνόφωνο κόσμο, στην οποία θα συντάσσονταν τα πάσης φύσεως γραπτά κείμενα (επίσημα, λογοτεχνικά κ.ά.). Έτσι τα λογοτεχνικά κείμενα, με όλα τα γνωστά στη φιλολογική επιστήμη προβλήματα παράδοσης των κειμένων, αναδεικνύονται σε σημαντική πηγή για τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους. Τα λογοτεχνικά κείμενα γενικά συντάσσονταν σε ιδιαίτερη για κάθε λογοτεχνικό είδος μορφή γλώσσας και όχι στη μητρική γλώσσα του συγγραφέα/ποιητή (εκτός βέβαια από τις περιπτώσεις που αυτές συνέπιπταν). Η γλωσσική μορφή του κάθε λογοτεχνικού είδους . είχε γενικά ως βάση μία από τις μεγάλες διαλεκτικές ομάδες της αρχαίας ελληνικής (π.χ. ιωνική, δωρική), συνήθως χωρίς συγκεκριμένο τοπικό χρώμα (π.χ. δωρική της Κορίνθου), περιλάμβανε όμως και προσμείξεις από άλλες διαλέκτους, και ανάλογα με το είδος της ποίησης, από στοιχεία της ιδιαίτερης μητρικής τοπικής διαλέκτου του ποιητή. Π.χ. ο σπαρτιάτης ελεγειακός ποιητής Τυρταίος (7ος π.Χ. αι.) έγραψε τις ελεγείες του στην καθιερωμένη για το είδος αυτό (ομηρική) ιωνική διάλεκτο ανάμεικτη με στοιχεία της μητρικής του δωρικής διαλέκτου της Σπάρτης.

γ. Οι γραμματικοί της αλεξανδρινής και ρωμαϊκής εποχής στα πλαίσια της φιλολογικής ενασχόλησής τους με τα κείμενα της παλαιότερης γραμματείας, πολλά από τα ο-ποία ήταν γραμμένα σε διαλέκτους εκτός της Αττικής, μας διέσωσαν σε διάφορα έργα τους πολύτιμες πληροφορίες για τις διαλέκτους. Πολλά από τα γλωσσικά στοιχεία που μας διέσωσαν προέρχονται από κείμενα που δεν διασώθηκαν ως τις μέρες μας. Έτσι σε γραμματικούς, όπως π.χ. τον Απολλώνιο τον Δύσκολο (2ος μ.Χ. αι.) οφείλουμε τις πληροφορίες μας σχετικά με τον ιδιόρρυθμο τονισμό της δωρικής διαλέκτου, ενώ επίσης σε γραμματικούς όπως ο Ηρωδιανός (2ος μ.Χ. αι.) οφείλουμε την πληροφορία σχετικά με τη «βαρυτονία» (μέρους) της αιολικής ομάδας, δηλαδή την τάση της για απομάκρυνση του τόνου από τη λήγουσα όσο το επιτρέπουν οι τονικοί κανόνες της αρχαίας ελληνικής (π.χ. γύναικες, πόταμος κλπ.). Τα παραπάνω στοιχεία θα ήταν αδύνατο να φτάσουν ως εμάς μέσω των επιγραφών, αφού στο αρχαίο ελληνικό σύστημα γραφής δεν γινόταν χρήση τονικών σημείων. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το Λεξικό του γραμματικού και λεξικογράφου Ησύχιου του Αλεξανδρέως (5ος μ.Χ. αι.). Το πολύτιμο αυτό έργο περιέχει πλήθος λέξεων και (εκ)φράσεων από την αρχαία ελληνική γραμματεία διασώζοντας και πολλά στοιχεία από τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους. Η συμβολή του στη γνώση των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων είναι σημαντική.
Παρακμή και υποχώρηση των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων

Οι αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι από τον 4ο π.Χ. αι. βαθμιαία υποχώρησαν και τελικά εξαφανίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από την αλεξανδρινή κοινή, τη μορφή δηλαδή της ελληνικής γλώσσας, η οποία κυριάρχησε στον ελληνικό κόσμο από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. και βασίστηκε σε μια μορφή της αττικής διαλέκτου εμπλουτισμένη με στοιχεία από την άμεση συγγενή της, την ιωνική. Τη μακραίωνη αυτή διαδικασία μπορούμε να τη φανταστούμε ανάλογη εν πολλοίς με τη διαδικασία η οποία βρίσκεται σήμερα εν εξελίξει και οδηγεί στην εξαφάνιση των τοπικών παραλλαγών της νέας ελληνικής και την αντικατάστασή τους από μια σε σημαντικό βαθμό ενιαία μορφή γλώσσας, την οποία ονομάζουμε κοινή νεοελληνική. Ήδη από τα τέλη του 5ου π.Χ. αι. κάνουν την εμφάνισή τους σε επιγραφές της ιωνικής αττικά στοιχεία, τα οποία πυκνώνουν κατά τη διάρκεια του 4ου π.Χ. αι. Τον 3ο π.Χ. αι. η ιωνική αντικαθίσταται πλήρως στον γραπτό λόγο από την αλεξανδρινή κοινή. Ακολουθούν, νωρίτερα ή αργότερα, και οι υπόλοιπες διάλεκτοι. Αρκετές από αυτές, όπως π.χ. η λακωνική δωρική ή η δωρική της Ρόδου εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται στις επιγραφές μέχρι και στη ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή (δηλαδή στους πρώτους μ.Χ. αιώνες). Στον προφορικό λόγο η διαδικασία αυτή, όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, προχώρησε με πιο αργούς ρυθμούς. Οι διάλεκτοι εξακολούθησαν να μιλιούνται και ύστερα από την παύση της χρήσης τους στον γραπτό λόγο, έστω και πολύ επηρεασμένες πλέον από την αλεξανδρινή κοινή. Είναι επίσης σχεδόν βέβαιο ότι η αντικατάσταση των διαλέκτων ολοκληρώθηκε νωρίτερα στις πόλεις και πιο αργά στην ύπαιθρο. Οι σημερινές διάλεκτοι και τα ιδιώματα της ελληνικής -με εξαίρεση την τσακωνική- δεν ανάγονται στις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους αλλά έχουν τις ρίζες τους στην κατά τόπους διαφοροποίηση της αλεξανδρινής κοινής και της μεσαιωνικής (βυζαντινής) ελληνικής, οι οποίες με τη σειρά τους κατάγονται, όπως είδαμε, από την αρχαία αττική διάλεκτο. Ποικίλα κατάλοιπα πάντως των αρχαίων διαλέκτων διασώθηκαν μέχρι σήμερα σε νεοελληνικές διαλέκτους και ιδιώματα κυρίως σε τοπωνύμια και μεμονωμένα λεξιλογικά στοιχεία.

//Νίκος Παντελίδης / Αναπληρωτής Καθηγητής ιστορικοσυγκριτικής Γλωσσολογίας / 24γράμματα