Από τότε πού ό άνθρωπος έπεσε στην πρώτη αμαρτία, από τότε ν’ πού μέσα στον παράδεισο αθέτησε την εντολή του Θεού, εισήλθε στον κόσμο το κακό.
Ο πρώτος άνθρωπος, πού πλάσθηκε από τον Δημιουργό του σε κατάσταση χάριτος και αναμαρτησίας, έριξε τον εαυτό του στην κατάσταση της αμαρτίας και της φθοράς και κατέληξε στο θάνατο. Και όλοι οι απόγονοι των Πρωτοπλάστων στη συνέχεια, όλοι οι άνθρωποι μέχρι σήμερα, κληρονομούμε τη δική τους ασθένεια και ζούμε υποταγμένοι στο νόμο της αμαρτίας- όλοι κυριαρχούμαστε από τη φθορά και καταλήγουμε στο θάνατο.
Αυτό γινόταν μέχρι τότε πού ήλθε στον κόσμο ό Υιός του Θεού, ό Κύριος Ιησούς Χριστός, ό μόνος αναμάρτητος, πού με τον Σταυρό και την Ανάστασή Του νίκησε την αμαρτία και τη φθορά- πάτησε τον θάνατο και μάς έδωσε τη δυνατότητα να νικούμε και μείς την αμαρτία, να ζούμε σύμφωνα με το θέλημά Του και να πορευόμαστε προς τη μακαριότητα της αιωνίου ζωής στη Βασιλεία Του.
Αλλά ενώ έχει πλέον δοθεί αυτή ή υπέροχη δυνατότητα, δεν την εκμεταλλευόμαστε όλοι. Επιμένουμε και μετά τον ερχομό τού Χριστού στη ζωή της αμαρτίας και γινόμαστε έτσι εχθροί τού εαυτού μας, πού ζητούμε οι ’ίδιοι την καταστροφή και την αιώνια καταδίκη μας.
Το θλιβερό και παράδοξο είναι ότι την υποταγή μας στην αμαρτία στις μέρες μας την εργαζόμαστε συστηματικά και ανυποχώρητα και στην κατά παράδοσιν Ορθόδοξη Χριστιανική πατρίδα μας, με τρόπους μάλιστα πού δεν υπήρχαν στο παρελθόν.
Σήμερα νομιμοποιήθηκε ή αμαρτία με νόμους πού έρχονται σε μετωπική σύγκρουση με τον άγιο νόμο τού Θεού και ψηφίσθηκαν από τη Βουλή της χώρας μας, πού το Σύνταγμά της έχει ως προμετωπίδα την επίκληση τού φοβερού Ονόματος της Αγίας Τριάδος και παραδέχεται ότι «επικρατούσα θρησκεία είναι ή θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας τού Χριστού».Πώς τόλμησε ή Βουλή αυτής της χώρας να νομιμοποιήσει το φοβερό έγκλημα των εκτρώσεων, τον φόνο αθώων και ανυπεράσπιστων υπάρξεων μέσα στα σπλάχνα των μητέρων τους, ενώ ό νόμος τού Θεού δίνει ρητή την εντολή- «ού φονεύσεις»; Πώς αποποινικοποιεί ό νόμος μας το βαρύτατο αμάρτημα της μοιχείας, ενώ ό άγιος νόμος τού Θεού συνιστά- «ού μοιχεύσεις»;
Άλλα υπάρχει και κάτι ακόμη χειρότερο πού γίνεται τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας. Με την ανοχή ή και με την ενίσχυση των αρχόντων μας, οι άνθρωποι πού παραβαίνουν όχι μόνο τον άγιο νόμο του Θεού, αλλά επιπλέον και αυτούς τούς νόμους της φύσεως και πέφτουν στο βδελυκτό αμάρτημα της ομοφυλοφιλίας, διαφημίζουν χωρίς ντροπή τη φοβερή εκτροπή τους, υπερηφανεύονται γι’ αυτήν και παρελαύνουν προκλητικά ατούς δρόμους των μεγάλων πόλεων μας. Αυτή ή έκτροπή, πού μέχρι το 1990 ό Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας τη θεωρούσε ασθένεια, ενώ ακόμα και άνθρωποι χωρίς κάποια θρησκευτικότητα την καταδίκαζαν με αποτροπιασμό, τώρα όχι απλώς είναι ανεκτή, αλλά καλύπτεται και νομοθετικά και διδάσκεται στα παιδιά μας ως «μία άλλη επιτρεπτή και κατά πάντα αποδεκτή σεξουαλική κατεύθυνση, πού χαρακτηρίζει την ιδιαιτερότητα κάποιων συνανθρώπων μας». Επιπλέον δε επιτρέπεται ή οργάνωση δημοσίων εκδηλώσεων και «εορτών υπερηφάνειας» γι’ αυτό πού απαξιώνει τον άνθρωπο και καταρρακώνει την άξιοπρέπειά του.
Νομοθετική κάλυψη της αμαρτίας! Και υπερηφάνεια γι’ αυτήν!
Το δεύτερο είναι χειρότερο από το πρώτο. Υπάρχει και ένα τρίτο, πού είναι χειρότερο από το δεύτερο. Είναι το να αμαρτάνεις και να απαγορεύεις να σου πουν ότι αυτό πού κάνεις δεν είναι κατόρθωμα πού δικαιολογεί υπερηφάνεια, αλλά έκτροπή πού εγκυμονεί κινδύνους και καταστροφή! Όποιος δεν εγκρίνει τον τρόπο της ζωής σου, να λες ότι είναι ρατσιστής και πρέπει γι’ αυτό να καταδικαστεί. Να μην καταδικαστεί ή αμαρτία, να μην καταδικαστεί το κακό, αλλά να καταδικαστεί αυτός πού το ελέγχει.
Μάλιστα! Να μην πούμε ότι ή μοιχεία διαλύει την οικογένεια. Να μην πούμε ότι ή έκτρωση είναι φόνος. Τότε να μην πούμε ότι και ή κλοπή είναι αμαρτία, αλλά ότι για κάποιους είναι «τρόπος ζωής», πού πρέπει «να τον σεβασθούμε ως μια ιδιαιτερότητα» της προσωπικότητάς τους, και αν την καταδικάσουμε, θα πρέπει εμείς να καταδικασθούμε!
Μήπως με όλα αυτά ό αποστερημένος κόσμος μας προσπαθεί να κοιμίσει την ταραγμένη συνείδησή του; Μήπως μάς επιβάλλεται νέος τρόπος σκέψεως και ζωής; Διότι: Αν ή αμαρτία μας είναι «νόμιμη», δεν έχουμε τίποτε να φοβηθούμε. Αν μάθουμε να τη διαπράττουμε με υπερηφάνεια, δεν θα ντρεπόμαστε πια γι αυτήν.
Και αν είμαστε έτοιμοι να καταδικάσουμε όποιον επιχειρήσει να μάς ξυπνήσει, νομίζουμε ότι θα καταφέρουμενα καθησυχάσουμε τη συνείδησή μας, ώστε να μη μάς ενοχλεί. Αλλά τότε δεν θα υπάρχει πια καμιά ελπίδα σωτηρίας.
Άς μην παρασυρόμαστε.
Ή αμαρτία είναι παρανομία.
Ή αμαρτία πρέπει να φέρνει ντροπή.
Ή αμαρτία πρέπει να ελέγχεται.
Για να ξυπνά, να οδηγείται στη μετάνοια και να έχει ελπίδα σωτηρίας ό αμαρτωλός άνθρωπος, για τον όποιο σταυρώθηκε ό Θεός. Για να έχει ελπίδα ή δύσμοιρη πατρίδα μας, πού δεν υπακούει πια σ’ Αυτόν πού μέχρις έσχατων τη δόξαζε, αλλά σ’ αυτούς πού μέχρι σήμερα την εκμεταλλεύονται, την ταπεινώνουν και την ποδοπατούν.