Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024 -

Η βόμβα που δεν έσκασε μπροστά στην αγία Τράπεζα στον πόλεμο του 1940



«Αυτό το οποίο θα σας πω τώρα έγινε την πρώτη Κυριακή του Δεκέμβρη: Ήταν και η τελευταία μου μέρα στο μέτωπο, γιατί κατά το μεσημέρι τραυματίστηκα. Ξημερώνοντας, λοιπόν, η Κυριακή μάς βρήκε να κατεβαίνουμε μια πλαγιά, στην οποία είχαμε φτάσει απ’ την προηγούμενη μέρα.

 

Όλο το Σάββατο ο παππούλης [π. Αχίλλειος, στον πόλεμο του ‘40] εξομολογούσε και μας είπε, όσοι ήθελαν, μπορούσαν να κοινωνήσουν την άλλη μέρα. Το Σύνταγμά μας θα έμπαινε σε καινούργιες μάχες. Σαν ξημέρωσε, το χιόνι είχε πάψει να πέφτει. Μερικοί στρατιώτες είχαν στολίσει με ελάτια και αγριορύκια, τα οποία είχαν κόψει από ένα χωριό, το μέρος στο οποίο θα έμπαινε η Αγία Τράπεζα. Το μάτι κουραζόταν να βλέπει αυτήν την απέραντη λευκότητα. Ο διοικητής, οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες, όλοι συγκεντρωθήκαμε όσο μπορούσαμε ο ένας κοντά στον άλλον. Τα ψαλσίματα αντιλαλούσαν στα γύρω υψώματα.

Είχε προχωρήσει η Λειτουργία αρκετά, όταν ακούσαμε ξαφνικά τον βόμβο πολλών αεροπλάνων και φάνηκαν σε λίγο στο βάθος καμιά πενηνταριά. Δεκαεπτά από τα δεξιά μας, είκοσι από πίσω μας, δώδεκα κατ΄ ευθείαν πάνω μας. Ξαπλωθήκαμε όλοι αμέσως, σαν να ήμασταν ένας άνθρωπος, μέσα στο χιόνι. Οι αναπνοές μας σταμάτησαν. Έλεγες πως σταμάτησαν και οι καρδιές μας.

Η Λειτουργία φυσικά διεκόπη. Έσβησαν απότομα τα ψαλσίματα. Έσβυσε και το θυμιατό. Οι βόμβες όργωναν γύρω μας το παχύ στρώμα του χιονιού. Σφύριζαν και βογγούσαν από πάνω μας σαν μανιασμένα τεράστια φίδια του ουρανού κι έσκαζαν με τον συνηθισμένο φοβερό τους κρότο που ξεκούφαινε. Φαίνεται πως μας είχαν καταλάβει, γιατί πρώτη φορά επέμεναν τόσο πολύ να ξεφορτώσουν συγκεντρωμένες τις βόμβες.

Ξαφνικά ένα τρομερό βουητό, σα να σηκώθηκε απότομα δυνατός αέρας, σίφουνας σωστός, μας έκανε όλους να ανατριχιάσουμε, καθώς ήμασταν χωμένοι μέσα στο χιόνι. Μια τεράστια βόμβα στρίγγλισε πάνω από τα κεφάλια μας και σφηνώθηκε μέσα στο χιόνι μπροστά, μα ακριβώς μπροστά στην Αγία Τράπεζα, χωρίς να σκάσει. Αν έσκαζε θα μας έκανε κομμάτια. Θα σκότωνε ποιος ξέρει πόσους από εμάς, καθώς ήμασταν μαζεμένοι ο ένας κοντά στον άλλον. Αυτή ήταν και η τελευταία βόμβα την οποία έριξαν. Θα νόμισαν πως μας έκαναν σμπαράλια και σηκώθηκαν και έφυγαν…

Πήραμε μια βαθειά ανάσα όλοι μαζί που ακούστηκε σαν στεναγμός. Σηκώσαμε σιγά τα κεφάλια μας περιμένοντας να αντικρύσουμε νεκρούς και τραυματίες. Να δούμε το χιόνι κοκκινισμένο από αίμα συντρόφων μας, κορμιά λιωμένα και σκορπισμένα απ’ τις βόμβες που έσκασαν. Ο καθένας μας δεν πίστευε πώς και ο ίδιος ήταν γερός. Κουνούσαμε τα χέρια μας και τα ποδάρια μας για να νοιώσουμε αν ήταν κολλημένα στο κορμί μας. Δεν είχαμε το θάρρος να σηκωθούμε ακόμη εντελώς όρθιοι. Έβλεπες ένα γύρω να φυτρώνουν σαν μανιτάρια μονάχα κεφάλια κι άκουγες ερωτήματα γεμάτα απορία: Ζεις, ωρέ Θανάση; Ζεις, Σταμάτη, και συ ζεις; Είσαι καλά; Ολόκληρος; Και συ Δημητρό; Ο ένας δεν μπορούσε να πιστέψει για τον άλλον πως ζούσε.

Πρώτος σηκώθηκε ο ιερέας. Τον είδαμε πώς σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό κι έκανε το σταυρό του. Κύτταξε γύρω του ερευνητικά και φώναξε δυνατά:

- Σηκωθείτε όλοι να ευχαριστήσουμε το Θεό. Ζούμε όλοι. Δόξα τω Θεώ.

Όπως ορμούσαμε στη μάχη, σαν μας έδιναν το σύνθημα, έτσι πεταχτήκαμε όλοι άνω με αλαλαγμούς χαράς. Ούτε μια μύτη δεν είχε ανοίξει κανενός. Το χιόνι ήταν λευκό, κατάλευκο, χωρίς μια σταγόνα αίμα. Ολόγυρά μας μόνο ήταν γεμάτο λάκκους, πιτσιλισμένο με χώματα και πέτρες. Όλοι γονατιστοί συνεχίσαμε τη Λειτουργία. Θαύμα, μεγάλο θαύμα, έλεγαν όλοι».

(Ελένη Κούκκου, στο: Δημακοπούλου Θεοδώρου, ο Πατήρ Αχίλλειος Παπαθανασόπουλος (1891-1975), στο «Η μητέρα μας Εκκλησία» αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ σελ. 347-350)