Τους γονείς του Μ. Αθανασίου ακριβώς δεν τους γνωρίζουμε. Δεν έχουμε πληροφορίες για αυτούς. Μα φαίνεται ότι ήσαν ευσεβείς άνθρωποι, γιατί την ευσέβεια διδάξανε στο παιδί τους. Από μικρό παιδί, τον ποτίσανε με τα νάματα τής χριστιανικής θρησκείας, από μικρό τον θρέψανε με το μάννα τής θεϊκής τροφής.
Και τούτο το καταλαβαίνουμε, γιατί βρίσκουμε τον Αθανάσιο από μικρό παιδί να ζει με τον Θεό, με τα του Θεού. Και έζησε όχι μονάχα έτσι αφηρημένα και γενικά τα του Θεού, μα έμπρακτα και εφηρμοσμένα και στην αρετή και στα μυστήρια τής Εκκλησίας μας. Δεν έπαιζε άλλα παιχνίδια, τα παιχνίδια του ήταν θρησκευτικά. Παίζανε με τα άλλα συνομήλικα παιδιά του, αναπαράσταση τής Θ. Λειτουργίας και των άλλων μυστηρίων της Εκκλησίας μας.
Μια φορά μάλιστα, κάποια μέρα, που οι χριστιανοί της Αλεξανδρείας, είχαν μεγάλη γιορτή εις μνήμην του επισκόπου Πέτρου, που μαρτύρησε κατά τον διωγμό του Μαξιμίνου, ο Αθανάσιος με άλλα παιδιά παίζανε στην ακροθαλασσιά διάφορα εκκλησιαστικά παιχνίδια. Εκεί κοντά βρισκόταν και το σπίτι του Πατριάρχου Αλεξάνδρου, Αλεξανδρείας. Ο Πατριάρχης εκείνη την ήμερα είχε καλέσει και μερικούς άλλους κληρικούς να φάνε μαζί του το μεσημέρι. Εκεί λοιπόν που τους περίμενε, κοιτάζει για μια στιγμή από το παράθυρο και βλέπει τα παιδιά να παίζουν ένα παιχνίδι. Του τράβηξε την προσοχή ιδιαίτερα τούτο το παιχνίδι. Παρατηρεί, ότι τα παιδιά έπαιρνε το κάθε ένα και ένα ρόλο, θα έλεγε κανείς, των αξιωματούχων της Εκκλησίας. Το ένα ήταν αναγνώστης, το άλλο διάκονος, άλλο ιερέας και το άλλο επίσκοπος.
Τον Αθανάσιο τον χειροτονήσανε Πατριάρχη και στο τέλος παρατηρεί με κατάπληξη, μα και με ιερή συγκίνηση, ότι βαφτίζανε ένα παιδάκι. Η έκπληξη και η χαρά του Πατριάρχη ήταν απερίγραπτη. Τα παιδιά κάνανε τη βάπτιση ακριβώς κατά την τάξιν της Εκκλησίας. Όλα τα παιδιά βοηθήσανε, προΐστατο δε ο Αθανάσιος.
Αυτός καθοδηγούσε όλα τα άλλα τα παιδάκια πώς και τι να κάνουν. Κατασυγκινημένος ο Πατριάρχης Αλέξανδρος, κάλεσε τα παιδάκια και ήλθανε κοντά του. Τα αγκάλιασε, τα ασπάσθηκε, τα ευλόγησε, τους έδωσε τις ευχές του. Η παράδοση λέγει ότι ύστερα, όταν ο Πατριάρχης έμαθε, ότι το παιδάκι που βαπτίσανε, ο Αθανάσιος και οι περί αυτόν, ήταν αβάπτιστο πραγματικά, ανεγνώρισε την βάπτιση που έκανε ο Αθανάσιος και τα άλλα παιδιά. Απλώς όμως συμπλήρωσε ο ίδιος, με το μυστήριο του Χρίσματος που γίνεται πάντα μετά το βάπτισμα.
Εν πάση περίπτωση ο Πατριάρχης, φωτισμένος και από τον Θεό, πρόσεξε ιδιαίτερα τον Αθανάσιο. Κάλεσε τους γονείς του, τους παίνεψε για το παιδί τους και για την ανατροφή που του δώσανε και τους συμβούλεψε για το πως να το καθοδηγήσουν στον δρόμο του Θεού, πως να διαφυλαχθεί ανέγκιχτο από τις παγίδες του σατανά, πως να διατηρηθεί αγνό και αμόλυντο από την απατηλή και προκλητική γλυκύτητα της αμαρτίας. Τους είπε ακόμη, ότι έπρεπε να μορφώσουν τον Αθανάσιο, να μάθει γράμματα, και πιο πολύ εκείνα, που είναι αναγκαία και απαραίτητα για να γνωρίσει πιο καλά τον Θεό και τα του Θεού. Και έτσι να εφαρμόζει το άγιο θέλημα Του και να ζήσει πιο ενάρετα και πιο άγια.
Ο Πατριάρχης διείδε στη ψυχή, στην παιδική ψυχή του Αθανασίου, ότι αυτός προωριζότανε να γίνει μεγάλος μεγάλος. Μεγάλος για τη δόξα του Χριστού, για την πίστη των Χριστιανών. Για τούτο, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τον Αθανάσιο. Τον παρακολουθούσε στο μεγάλωμα και στην ανάπτυξή του. Είπε μάλιστα στους γονείς του, σαν γίνει δεκαοκτώ χρονών, να τον φέρουνε κοντά του. Και έτσι έγινε.
Για την μόρφωση που πήρε ο άγιος δεν γνωρίζουμε και πάλι πολλά πράγματα. Τότε στην Αλεξάνδρεια υπήρχαν φημισμένες σχολές ανωτέρας μορφώσεως και ξακουστοί διδάσκαλοι. Ο Αθανάσιος, σίγουρα, θα παρακολούθησε τέτοιες σχολές, θα πήρε τέτοια μαθήματα, όχι όμως πολλά. Δεν ενέσκυψε στη βαθειά φιλολογία, φιλοσοφία, νομική κτλ. σαν τον Άγιο Βασίλειο ή τον Γρηγόριο τον Θεολόγο. Ο Θεός όμως τον φώτισε και σπούδασε, μελέτησε όλα εκείνα που του ήσαν ύστερα απαραίτητα και αναγκαία για το μεγάλο του έργο. Για την υποστήριξη και σταθεροποίηση της Ορθοδοξίας. Λέγει ο άγιος Γρηγόριος στο εγκώμιο του, που σας ανέφερα και προηγουμένως, ότι «ολίγα των εγκυκλίων εφιλοσόφησεν του μη δοκείν πάντα πάσι των τοιούτων των απείρως έχειν» (Φιλοσόφησε λίγο από τα εγκυκλοπαιδικά και τούτο για να μη φαίνεται σ’ αυτά ότι δεν έχει καμμίαν πείραν, καμμίαν γνώσιν) (ΡG 35 1088 Β).
Εκεί πού ενέσκυψε πιό πλατειά και πιό βαθειά ήταν στην Αγ. Γραφή, την Π. και Κ. Διαθήκην. Αυτήν την έμαθε απ’ έξω. Και για τούτο συνδιάζοντας την των δύο ειδών μόρφωσιν διέπρεψε στην όλη ενάρετον ζωήν του, όπως επίσης και στους αγώνες του, υπέρ της Ορθοδόξου πίστεως. Με τα παρακάτω πάλι λόγια, ο άγιος Γρηγόριος τον χαρακτηρίζει «όρον μεν επισκοπής είναι τον εκείνου βίον και τρόπον, νόμον δε Ορθοδοξίας τα εκείνου δόγματα» (Ο βίος του ήτανε όρος, δόγμα και τρόπος, παράδειγμα για την επισκοπική ζωή κάθε ιεράρχου και νόμος οι εντολές και οι αποφάσεις του) (ΡG 103 420 Β). Λοιπόν, ο Αθανάσιος πατέρας της Ορθοδοξίας, στύλος της Ορθοδοξίας. Παράδειγμα προς μίμησιν, από κάθε ορθόδοξον χριστιανόν, μα προ πάντων, κάθε κληρικού και μάλιστα αυτού που κατέχει τον ανώτατον βαθμόν του Επισκόπου, πρότυπον ή μάλλον «τύπον Χριστού», όπως θέλει κάθε επίσκοπον και ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος.
Σύντομη Βιογραφία αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου, πατριαρχών Αλεξανδρείας
Ο Μέγας Αθανάσιος γεννήθηκε το 295 μ.Χ. από φτωχούς αλλά ενάρετους γονείς, γεγονός που του στέρησε τη δυνατότητα για ανώτερες σπουδές. Όμως ο πανάγαθος Θεός τον προίκισε με πλούσια πνευματικά προσόντα. Λαμβάνει τη στοιχειώδη εκπαίδευση και στη συνέχεια μελετά μόνος του για να φθάσει σε υψηλότατα επίπεδα γνώσης και σοφίας.Από πολύ νέος έδειξε την κλίση του προς την Εκκλησία. 25 ετών χειροτονείται διάκονος από τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Αλέξανδρο, τον οποίο ακολουθεί στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325 μ.Χ., στη Νίκαια της Βιθυνίας. Αναδεικνύεται πρωτεργάτης στην καταδίκη της αιρετικής διδασκαλίας του Αρείου.
Το 328 μ.Χ. και σε ηλικία 33 ετών εκλέγεται πανηγυρικά πατριάρχης Αλεξανδρείας. Από τη θέση αυτή αντιμετωπίζει ένα φοβερό πόλεμο εκ μέρους των αιρετικών οπαδών του Αρείου. Όμως ο άγιος, χάρη στην μεγάλη πνευματικότητά του και τη ζέουσα πίστη στο Θεό, κατορθώνει να βγει νικητής απ’ όλες αυτές τις δοκιμασίες ακόμη και από τις πέντε εξορίες που του επιβλήθηκαν, καθώς ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Β΄ ήταν οπαδός του Αρειανισμού. Εκοιμήθη εν ειρήνη το 373 μ.Χ.
Ο Άγιος Κύριλλος έζησε επί βασιλείας Θεοδοσίου του Μικρού και γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 370 μ.Χ. από εύπορους γονείς της ελληνικής κοινωνίας της πόλεως. Ανεψιός του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Θεοφίλου ο Κύριλλος, έλαβε μεγάλη θεολογική μόρφωση, ώστε έγινε κατόπιν διάδοχος του θείου του, στον αρχιεπισκοπικό θρόνο Αλεξανδρείας.
Όταν έγινε η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος το 431 μ.Χ. στην Έφεσο, ο Κύριλλος υπήρξε πρόεδρος αυτής και συνετέλεσε να γκρεμιστούν οι κακοδοξίες του δυσεβούς Νεστορίου, για το πρόσωπο της υπεραγιάς Δεσποίνης ημών Θεοτόκου.
Με πολλά πνευματικά κατορθώματα στο ενεργητικό του, ο Κύριλλος παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του στον Κύριο την 27η Ιουνίου του 444 μ.Χ., αφού πατριάρχευσε για 32 περίπου χρόνια. Δικαίως ο Άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης τον προσονόμασε «σφραγίδα των Πατέρων».
Η Εκκλησία θέλησε να αδελφώσει την μνήμη των δύο Μεγάλων Πατέρων αυτής και Αρχιεπισκόπων Αλεξανδρείας, του Μεγάλου Αθανασίου, πρωταγωνιστή κατά του Αρειανισμού, και του Αγίου Κυρίλλου, πρωταγωνιστή κατά του Νεστοριανισμού και όρισε το συνεορτασμό τους στις 18 Ιανουαρίου.
Η Σύναξη των Αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία.Να σημειώσουμε τέλος, ότι ο Άγιος Κύριλλος, εορτάζεται και στις 9 Ιουνίου.