Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024 -

Πατερικές διδαχές: "Νὰ μὴ στηριζώμεθα εἰς τὰ χρήματα"



Λέγει ὁ Κύριός μας: «μὴ θησαυρίζετε θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σής καὶ βρῶσις ἀφανίζει καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι» (Ματθ. στ´ 19).

Δηλαδὴ μὲ ἁπλὰ λόγια μᾶς λέγει ὁ Κύριος νὰ μὴ μαζεύουμε θησαυροὺς στὴ γῆ, ὅπου ὁ σκόρος καὶ ἡ φθορὰ τῆς σαπίλας ἢ τῆς σκουριᾶς ἐξαφανίζουν καὶ ὅπου κλέπτες ἀνοίγουν τοὺς τοίχους τῶν θησαυροφυλακίων καί τά κλέβουν. Διότι ὁ θησαυρὸς ὁ ὑλικὸς φθείρει καὶ καταστρέφει τὴν ψυχή.

Ἀλλὰ «θησαυρίζετε θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ» (Ματθ. στ´ 20). Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ θησαυροί; Εἶναι ὁ Θεὸς καὶ τὰ ἀγαθὰ τῆς βασιλείας του.

* * *

Ἔλεγε κάποιος σύγχρονος Πατέρας ὅτι κάποιος πολὺ πλούσιος στὴν ζωή του δὲν ἐνδιαφέρθηκε ποτὲ γιὰ τὴν ψυχή του καὶ γιὰ τὴν ἀπόκτηση ἁγιότητας. Φρόντιζε μόνον πῶς νὰ συγκεντρώση χρήματα πολλὰ καὶ πράγματι συγκέντρωσε. Ἀρρώστησε ὅμως πρὸς θάνατον. Οἱ γιατροὶ δὲν μποροῦσαν νὰ τοῦ προσφέρουν καμμιὰ βοήθεια. Ὁ θάνατος ἔφθασε ἀκάθεκτος. Ἐζήτησε τότε νὰ τὸν φέρουν στὸ δωμάτιο, ποὺ εἶχε τὸ χρηματοκιβώτιο μὲ τὰ χρήματά του. Τοὺς εἶπε νὰ τοῦ τὸ ἀνοίξουν. Τὸ ἄνοιξαν καὶ ἐκεῖνος σήκωσε τὰ χέρια του καὶ φασκέλωσε τὰ χρήματά του λέγοντας:

«Αὐτὸ σᾶς χρειάζεται, ἀφοῦ δὲν μπορεῖτε νὰ μὲ βοηθήσετε καίτοι ἐγὼ σᾶς δούλεψα μιά ζωή.

* * *

Διαβάζουμε στὸν Εὐεργετινὸ (Γ´ σελ. 272): Ὑπῆρχε κάποιος κηπουρός, ὁ ὁποῖος ὅ,τι μάζευε ἀπὸ τὴν ἐργασία του τὸ ἔδινε ἐλεημοσύνη, κρατώντας μόνον ὅτι τοῦ χρειαζόταν γιὰ νὰ ζήση. Κάποτε ὁ διά- βολος τοῦ ἔβαλε λογισμὸ, γιὰ νὰ μαζέψη χρήματα νὰ τὰ ἔχη γιὰ τὰ γηρατειά του. Πράγματι γέμισε μία στάμνα κέρματα.

Τί συνέβη ὅμως μετὰ ἀπὸ αὐτό;

Ἀρρώστησε καὶ σάπισε τὸ πόδι του καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ δαπανήση ὅλα τὰ χρήματα χωρὶς νὰ ὠφεληθῆ καθόλου. Ἕνας δὲ γιατρὸς ἀπὸ τοὺς πολλοὺς γιατροὺς, ποὺ ἐπισκέφθηκε, τοῦ λέγει. Ἐὰν δὲν κοπῆ τὸ πόδι σου, ὅλο τὸ σῶμα σου θὰ σαπίση. Ἔτσι ἀπεφάσισαν τὴν ἑπόμενη ἡμέρα νὰ κόψη τὸ πόδι του.

Τὴν προηγούμενη νύκτα ὅμως, τῆς ἡμέρας ποὺ ἦταν νὰ γίνη ἡ ἐγχείρηση, σκεφτόταν τὴν αἰτία τῆς συμφορᾶς του καὶ μετανόησε γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία του, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας συγκέντρωνε χρήματα, καὶ δὲν ἔκανε ἐλεημοσύνες, ὅπως πιὸ μπροστὰ καὶ στήριξε τὶς ἐλπίδες του στὸ χρῆμα καὶ ὄχι στὸν Θεό, ἄρχισε νὰ κλαίη μὲ στεναγμοὺς καὶ νὰ λέγη μὲ δάκρυα:

Κύριε θυμήσου τὶς λίγες ἐλεημοσύνες, ποὺ ἔκανα, ποὺ εἶναι ἀνάξιες λόγου, καὶ περισσότερο θυμήσου Κύριε τὴν ἀγαθότητά Σου, τῶν ἀπείρων Σου οἰκτιρμῶν. Συγχώρεσέ με γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία μου, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας τιμωροῦμαι καὶ ἐλέησόν με, ὄχι ὅτι τὸ ἀξίζω, ἀλλά, κατὰ τὸ μέγα καὶ πλούσιον ἔλεός Σου. Μόλις εἶπε αὐτὸ μὲ πόνο, παρουσιάζεται Ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέγει: «Ποῦ εἶναι τὰ κέρματα ποὺ συγκέντρωσες; Τί ἔγινε ἡ σκέψη ποὺ ἔκανες νὰ ἀντιμετωπίσης τὰ γηρατειά σου καὶ τὶς ἀσθένειές σου;»

Καὶ ὁ κηπουρὸς συγκινημένος εἶπε: «Ἁμάρτησα, Κύριε, συγχώρεσέ με. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα δὲν θὰ ξανα-ολιγοπιστήσω». Τότε ὁ Ἄγγελος ἄγγιξε τὸ σάπιο πόδι καὶ ἀμέσως ἔγινε καλά. Πρωϊ- πρωϊ σηκώθηκε καὶ πῆγε στὴ δουλειά. Ὅταν ἦλθε ὁ γιατρὸς τὸ πρωὶ νὰ κόψη τὸ πόδι καὶ εἶδε αὐτὸ τὸ θαῦμα, δόξασε τὸν Θεὸ γι᾽ αὐτὸ τὸ θαυμάσιο.