Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024 -

Η επιστολή παραίτησης του Τζίμη Πανούση από την Εθνική Τράπεζα



 

Τη δεκαετία του ‘80 ο Τζίμης Πανούσης ανάμεσα στις άλλες δουλειές που έκανε για να επιβιώσει, εργάστηκε ως υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα.

Η θέση του Τραπεζικού υπαλλήλου θεωρούνταν προνομιούχα και προσοδοφόρα, ωστόσο η δουλειά αυτή δεν ταίριαζε στον ανατρεπτικό Τζιμάκο.

Στην επιστολή παραίτησής του από την τράπεζα, την οποία δημοσιεύει η Μηχανή του Χρόνου, ο Πανούσης σατίρισε το τραπεζικό σύστημα και σχεδόν όλη την κοινωνία της εποχής. Τα ρουσφέτια, οι προσλήψεις με αδιαφανείς διαδικασίες στο Δημόσιο και οι σκληρές πολιτικές κόντρες, μπήκαν στο μικροσκόπιο του Πανούση και περιγράφηκαν με τρόπο καυστικό.

Η «Πανούσια» επιστολή του συντάχθηκε στον πληθυντικό αριθμό, για να σατιρίσει τη σοβαροφάνεια των συναδέλφων του. Από τις πρώτες κιόλας γραμμές ξεκαθάρισε ότι αν και «ταλαντούχος ηθοποιός, αρνείται να συνεχίσει να παίζει τον ρόλο του υπαλλήλου, στη μεγάλη φίλη του ελληνικού λαού, Εθνική Τράπεζα». Δεν έμεινε όμως μόνο στην Εθνική Τράπεζα. Στοχοποίησε όλο το τραπεζικό σύστημα αναφέροντας ότι,  πρόκειται για «μια καλοστημένη παράσταση των μεγαλοκεφαλαιούχων μετόχων πάνω στην πλάτη του ελληνικού λαού», στην οποία, αν και «προνομιούχος είχε το ρόλο κομπάρσου».

Ο Πανούσης έπαιρνε 10.683 δρχ το μήνα, ποσό που το χαρακτήρισε ειρωνικά στην επιστολή του «υπέρογκο» και συνέχισε δηλώνοντας «στενοχωρημένος που θα έπαυε στο εξής να «συμφωνεί με εκατοντάδες όμορφους αριθμούς επί 8 ώρες ημερησίως».

Στον επίλογο της επιστολής, απείλησε ότι θα επιστρέψει στην Τράπεζα, όποτε όμως αυτός θελήσει και «κατόπιν βεβαίως αδιάβλητου διαγωνισμού», καθώς όπως τόνισε ο πατέρας του ήταν «βασικό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας».

Στο τέλος, αφού αρνήθηκε κατηγορηματικά να «μείνει μισθωτός σκλάβος» δεν παρέλειψε να δώσει και συγχαρητήρια στον εαυτό του γράφοντας «μπράβο ρε μάγκα», για την απόφασή του να απαρνηθεί τα δημοσιοϋπαλληλικά του καθήκοντα. Τους απείλησε ότι θα επιστρέψει «κατόπιν βεβαίως αδιάβλητου διαγωνισμού» Το σύντομο πέρασμά του από το Δημόσιο υπήρξε αρκετό, ώστε έκτοτε οι τράπεζες να αποτελούν ένα από τα αγαπημένα του αντικείμενα προς σάτιρα.