Στα ράφια ενός ειδικού χώρου στo υπό ανέγερση νέo κτίριο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης του Οσλο, θα φυλάσσονται προσεχώς τα βιβλία που σκοπεύει να συγκεντρώσει η Σκωτσέζα καλλιτέχνις Κέιτι Πάτερσον για χάρη του εντυπωσιακά φιλόδοξου σχεδίου της: γνωστοί συγγραφείς θα κληθούν να γράψουν μυθιστορήματα, εκατό στο σύνολο, που όμως θα παραμείνουν αδιάβαστα μέχρι το 2114, όταν τελικά θα τυπωθούν από τα δέντρα ενός μικρού δάσους που φυτεύτηκε γι’ αυτό το σκοπό έξω από τη νορβηγική πρωτεύουσα.
Η πρώτη συγγραφέας που αποδέχθηκε την πρόταση και συνεισέφερε με ένα βιβλίο της στο λεγόμενο Future Library Project ήταν η Καναδή Μάργκαρετ Ατγουντ. Δεύτερος ήταν ο Βρετανός Ντέιβιντ Μίτσελ (γενν. 1970).
Ποιο είναι το κίνητρο ενός συγγραφέα να γράψει οτιδήποτε που δεν πρόκειται να διαβαστεί ούτε από τη γενιά των παιδιών του; Ο Μίτσελ βέβαια έχει μια περίεργη σχέση με τον χρόνο, όπως διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας τα «Κοκάλινα ρολόγια», το τελευταίο του μυθιστόρημα που μεταφράστηκε στη γλώσσα μας, η πλοκή του οποίου προσπερνά το παρόν και κυλά μέχρι το 2043, με ορισμένους χαρακτήρες να απολαμβάνουν το προνόμιο της αθανασίας. «Φυσικά και πεθαίνουμε – αν μας επιτεθούν, ή σε ατύχημα. Αλλά αυτό που δεν κάνουμε είναι να γερνάμε. Ανατομικά, τέλος πάντων», εξηγεί ένας από τους χαρακτήρες, ο επικεφαλής της ομάδας των Αναχωρητών που είναι «σε πόλεμο» με μια άλλη ομάδα, τους Ωρολόγους, οι οποίοι 49 μέρες μετά τον θάνατό τους ξαναγεννιούνται στο σώμα κάποιου ατόμου του αντίθετου φύλου.
Τα «Κοκάλινα ρολόγια» είναι ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας και όχι «ολίγον φανταστικό», όπως λέει ένας από τους χαρακτήρες, ένας συγγραφέας (για τον οποίο ο Μίτσελ έχει παραδεχθεί ότι επηρεάστηκε από τον εαυτό του), μιλώντας στον ατζέντη του για ένα βιβλίο που σκοπεύει να γράψει. «Οσο μπορεί μια γυναίκα να είναι ολίγον έγκυος, άλλο τόσο μπορεί ένα βιβλίο να είναι ολίγον φανταστικό», απαντά ο ατζέντης. Αυτό ακριβώς συμβαίνει. Στις περισσότερες από τις σχεδόν 600 σελίδες του μυθιστορήματός του ο Μίτσελ ακολουθεί μια απολύτως ρεαλιστική αφήγηση, ωστόσο ο αναγνώστης ξέρει από πολύ νωρίς ότι τίποτα από όσα διαβάζει δεν θα συνέβαινε αν κάπου στο περιθώριο, στο σκοτάδι, δεν μαινόταν η οριακή μάχη ανάμεσα στους Αναχωρητές και στους Ωρολόγους. Κομβικό πρόσωπο και πρωταγωνίστρια είναι μια «κανονική» γυναίκα, η Χόλι Σάικς, η οποία ζει στο επίκεντρο της διαμάχης. Ακόμα και η ίδια δυσκολεύεται να το πιστέψει.
Ο 48χρονος Βρετανός συγγραφέας που εκτός του αγγλοσαξονικού κοινού είναι γνωστός κυρίως χάρη στη μεταφορά του μυθιστορήματός του «Ο άτλαντας των νεφών» (Cloud Atlas) στο σινεμά, ακολουθεί και στα «Κοκάλινα ρολόγια» την αγαπημένη του συνταγή, αθροίζοντας ημιαυτόνομα μέρη για τη δημιουργία μιας πολυσέλιδης και δαιδαλώδους πλοκής. «Είμαι καλύτερος στο να γράφω νουβέλες, αλλά είμαι και μαξιμαλιστής», έχει σχολιάσει σχετικά στον Guardian.
Σε κάθε ένα από τα εν προκειμένω έξι μέρη αναλαμβάνει την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο κάποιος από τους χαρακτήρες – ορισμένοι βέβαια μιλούν και σκέφτονται παρόμοια, αποκαλύπτοντας τη φωνή του ίδιου του συγγραφέα, ωστόσο επειδή είναι σαφές ότι αυτό το μοτίβο ταιριάζει στον Μίτσελ, του επιτρέπει να αναπτύξει την περίτεχνη πρόζα του, η οποία είναι και η κυριότερη αρετή του. Η βάση του είναι ασφαλώς το εξαιρετικό του χιούμορ καθώς και η εντυπωσιακή του ευρυμάθεια που τον βοηθά να διανθίζει τις σελίδες του με ένα πλήθος πολιτικών, ιστορικών, λογοτεχνικών και ποπ αναφορών τη στιγμή που μεταφέρει την πλοκή του από τη βρετανική εξοχή σε ένα χιονοδρομικό κέντρο των Αλπεων, από τη Σαγκάη στη Νέα Υόρκη, από το Ρέικιαβικ στο Περθ και, τελικά, σε μια post-apocalyptic εκδοχή της Ιρλανδίας.
Ο προβληματισμός
Το μυθιστόρημα ήταν υποψήφιο για το Man Booker το 2014 και κέρδισε το World Fantasy Award την επόμενη χρονιά – παραδόξως το πιο αδύναμο μέρος του είναι το πέμπτο, στο οποίο ο Μίτσελ «αναγκάζεται» να υποστηρίξει το φανταστικό στοιχείο της ιστορίας του, περιγράφοντας κάπως διαδικαστικά σκηνές δράσης που παραπέμπουν σε υπερηρωικά κόμικ. Η ανάγνωση δεν σταματάει να είναι διασκεδαστική, αλλά ο Μίτσελ είναι πολύ καλύτερος όταν διοχετεύει τη φαντασία του στον πραγματικό κόσμο.
Τα «Κοκάλινα ρολόγια» αποτελούν τον καθρέφτη ενός προφανούς προβληματισμού: πώς αντέχεται η γνώση της ύπαρξης μιας και μόνο ζωής; Ενας φοιτητής του Κέιμπριτζ, ο Χιούγκο Λαμπ, ένας από τους πιο καλοφτιαγμένους χαρακτήρας του βιβλίου, καλείται κάποια στιγμή να απαντήσει στο «φαουστικό» δίλημμα και δεν δυσκολεύεται να ανταλλάξει το παρόν του ρισκάροντας την τύχη του σε ένα μεταφυσικό μονοπάτι. Στο σύμπαν του Μίτσελ δεν φαίνεται να υπάρχει επί τους ουσίας κανένα δίλημμα. Καμία ζωή δεν είναι αρκετά καλή αν είναι να διαρκεί τόσο λίγο.